Που είσαι που είσαι πια, σπάνια ομορφιά μου,
έφυγες αμετάκλητα και χώρισε η καρδιά μου·
οι μέρες βεβαίως δεν περνούν μοιάζουν με αιώνες,
Ο νους κάνει ανήλεα παιχνίδια και σ’ εμφανίζει μπροστά μου,
σίγουρα δεν είναι -πως θα μπορούσε να ‘ναι- από τα καλύτερά μου.
Έρχεσαι ονειρικά δίνεις χαρά και απ’ αναθαρρύνω φεύγεις πάλι,
άνανδρε, πόσο πια θα τριγυρνάς σαν άψυχο κουφάρι.
Μην ξεχνάς εαυτέ θα ‘ρθει απρόσκλητος ο γέρο-γιατρευτής,
σιγά σιγά και μαλακά από τον μεγάλο πόνο θα ιαθείς.
Η μοίρα ειλικρινά εγέλασε και πλατιά μειδίασε θ’ αναρωτηθείς,
αλλά φευ το έζησες και λίγο δεν το λες, έντονα και οδυνηρά
της αγάπης κρυμμένα μυστικά -μην ξαφνιάζεσαι- είναι κι αυτά.