«Ακόμη κάτι – τι; Μήτε εκείνος δεν ξέρει. Να προσθέσει.
Να προσθέσει, πού; Να γίνει τι; Δεν ξέρει. Δεν ξέρει.
Μονάχα τούτη η θέληση – δική του. Παίρνει τσιγάρο. Τ’ ανάβει.
δεν μπαίνει μέσα στα ρολόγια. Δεν ταράζεται η ώρα. Εννέα, δέκα
έντεκα, δώδεκα, μία. Στ’ άλλο δωμάτιο στρώνουν το τραπέζι,
φέρνουν τα πιάτα. Η γερόντισσα κάνει το σταυρό της. Το κουτάλι
ανεβαίνει στο στόμα. Μια φέτα ψωμί είναι κάτω απ’ το τραπέζι.»
~
(Γ. Ρίτσος, Κιγκλίδωμα, Κέδρος)
(Γ. Ρίτσος, Κιγκλίδωμα, Κέδρος)