Αυτός ο ίδιος που έλεγε πως έχει ματιά αλόγου,
λοξοκοιτάζει, παρατηρεί, βλέπει, αναγνωρίζει,
και να που τώρα σαν λιωμένο διαμάντι
Στο λιλά σούρουπο αναπαύονται στις πίσω αυλές,
εξέδρες, κούτσουρα, φύλλα και σύννεφα.
Σφύριγμα μηχανής, τραγάνισμα καρπουζόφλουδας,
σε δειλό χέρι με μαλακό δερμάτινο γάντι.
Κουδουνίζει, βροντάει, τρίζει, σκάει το κύμα
και ξαφνικά ηρεμεί, κι αυτό σημαίνει
ότι προσεκτικά γλιστράει ανάμεσα στα πεύκα,
για να μην ταράξει τον ευαίσθητο ύπνο του χώρου.
Κι αυτό σημαίνει, ότι μετράει τον σπόρο
στα άδεια στάχυα, αυτό σημαίνει,
ότι ξαναήρθε από κάποια κηδεία
στην καταραμένη, μαύρη πλάκα του Νταριάλ.
Και πάλι βράζει η μοσχοβίτικη χαύνωση,
ηχεί από μακριά το θανάσιμο κουδούνισμα
– ποιος χάθηκε δύο βήματα απ’ το σπίτι,
όπου στη μέση φτάνει το χιόνι κι όλα φτάνουν στο τέλος;
Επειδή, παρομοίασε τον καπνό με τον Λαοκόωντα,
και ύμνησε του νεκροταφείου το γαϊδουράγκαθο,
επειδή, γέμισε τον κόσμο με νέους ήχους
στο χώρο των νέων αντανακλώμενων στροφών,
βραβεύτηκε με αιώνια παιδικότητα,
γενναιοδωρία και με διορατικότητα της ιδιοφυίας,
και η γη έγινε κληρονομιά του,
και τη μοιράστηκε με όλους.
(Απόδοση: Ελένη Κατσιώλη)