Στο ποίημά του “οι επτά εαυτοί” ο Χαλίλ Γκιμπράν παρουσιάζει μια συζήτηση που άκουσε κάποια νύχτα ανάμεσα στους 7 εαυτούς του, ο καθένας είχε τον δικό του λόγο να γκρινιάζει για το πόσο δυστυχισμένος είναι και για το πόσο δύσκολο είναι το έργο του, ώσπου στο τέλος μιλά και ο έβδομος εαυτός που προσπαθεί να εναρμονίσει όλους τους επαναστατημένους εαυτούς λέγοντας:
Στη σιωπηλότερη ώρα της νύχτας, καθώς έγερνα μισοκοιμάμενος,
Πρώτος Εαυτός:
Εδώ, σ’ αυτό τον τρελό μέσα, κατοίκησα όλα μου ετούτα τα χρόνια, χωρίς άλλο να κάνω παρά ν’ ανανεώνω τον πόνο του, τη μέρα, και να ξαναπλάθω τη θλίψη του, τη νύχτα. Δεν αντέχω πια τη μοίρα μου κι επαναστατώ, από ‘δω και πέρα.
Δεύτερος Εαυτός:
Η δική σου μοίρα είναι καλύτερη από τη δική μου, αδερφέ, γιατί δικό μου γραφτό: να ‘μαι ο χαρωπός εαυτός του τρελού τούτου. Γελώ με το γέλιο του και τραγουδώ, τις ώρες της χαράς του και με τρισφτερωμένα πόδια χορεύω τις λαμπερόσπιθες σκέψεις του. Εγώ θα ‘πρεπε να επαναστατήσω ενάντια στην υποσταμένη μου ύπαρξη.
Τρίτος Εαυτός:
Και τι ν’ ακούσετε από μένα, τον ερωτοκένταυρο εαυτό του, το πυραχτώδικο έμβλημα των άγριων παθών και των φανταστικών επιθυμιών; Εγώ είμαι: ο ερωτοπλάνταχτος εαυτός του – που θα ‘πρεπε να σηκώσω παντιέρα ενάντια στον τρελόν ετούτο.
Τέταρτος Εαυτός:
Εγώ, ανάμεσα σε όλους εσάς, είμαι ο πιο δυστυχισμένος, γιατί δε μου έλαχε παρά το απεχθές μίσος κι η ξεθεμελιώστρα αποστροφή. Εγώ θα ‘πρεπε, ο όμοιος με καταιγίδα εαυτός – ο γεννημένος στις μαυροσπηλιές της Κόλασης, να ‘μαι ο πρώτος διαμαρτυρόμενος, για να υπηρετήσει τον τρελόν ετούτο.
Πέμπτος Εαυτός:
Όχι, εγώ θα ‘πρεπε, ο διανοούμενος εαυτός, ο εαυτός της κάθε φαντασίωσης, ο εαυτός της κάθε πείνας και δίψας, ο καταδικασμένος στην, χωρίς αναπαμό, περιπλάνηση, στο κυνηγητό άγνωρων πραγμάτων – κι αδημιούργητων πραγμάτων ακόμα’ εγώ θά ‘πρεπε κι όχι εσεις, να επαναστατήσω.
Έκτος Εαυτός:
Κι εγώ, ο δουλευτάρης εαυτός, ο αξιοδάκρυτος εαυτός του μόχθου που, με υπομονής χέρια και πολύπαθα μάτια, πλάθω τις μέρες σε εικόνες και δίνω στα ασχηματοποίητα στοιχεία καινούργιες κι αιώνιες μορφές – εγώ θα ‘πρεπε, ο απομοναχιασμένος, να ‘μαι ο επαναστάτης ενάντια στον πολυπράγμονα τρελόν ετούτο.
Έβδομος Εαυτός:
Πόσο παράξενο, να θέτε εσείς όλοι να επαναστατήσετε ενάντια στον άνθρωπο αυτόν, γιατί καθένας σας κι όλοι έχετε να εκπληρώσετε προδιαγραμμένο ρόλο. Αχ! και να μπορούσα να ‘μουν ένας σαν εσάς, ένας εαυτός με προκαθορισμένη κλήρα! Μα εγώ δεν έχω καμιά. Είμαι ο εαυτός που τίποτα δεν κάνει, κείνος που κάθεται στο αλάλητο, στο πουθενά και στο ουδέποτε, ενόσω εσείς είσαστε απασχολημένοι με την αναδημιουργία της ζωής. Εσείς είσαστε ή εγώ, γείτονες, που θα ‘πρεπε να επαναστατήσω;
Όταν ο έβδομος εαυτός μίλησε έτσι, οι άλλοι έξη εαυτοί τον κοίταξαν με οίκτο μα, χωρίς να πουν τίποτα πια – και καθώς η νύχτα πύκνωνε – ο ένας μετά τον άλλο τράβηξαν για ύπνο τυλιγμένοι μέσα σε μια χαρούμενη εγκαρτέρηση.
Μα ο έβδομος εαυτός απόμεινε γρηγορώντας’ σ’ ενατενισμό του τίποτα που βρίσκεται πίσω από τα πράγματα, Ολα. Πηγή
O Kahlil ή Khalil Gibran (1883-1931), ποιητής, στοχαστής και ζωγράφος,
που έγινε ευρύτερα γνωστός με το βιβλίο του "Ο προφήτης", γεννήθηκε στο
Bsharri του Λιβάνου από φτωχή οικογένεια μαρωνιτών χριστιανών. Το 1895 η
οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες,
μετά τη φυλάκιση του πατέρα του και τη δήμευση της περιουσίας του από
τις οθωμανικές αρχές, και εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη, περιοχή όπου υπήρχε
μεγάλη κοινότητα λιβανέζων. Επειδή δεν είχε πάει καθόλου σχολείο, λόγω
των οικονομικών δυσκολιών των παιδικών του χρόνων (είχε διδαχθεί τα
αραβικά στο σπίτι), γράφτηκε στο αγγλόφωνο σχολείο-γυμνάσιο της
περιοχής. Το 1898 επέστρεψε στη Βηρυτό, όπου γράφτηκε στο κολέγιο και
παρέμεινε για τέσσερα χρόνια για να επανασυνδεθεί με τις πολιτισμικές
του ρίζες. Εν τω μεταξύ, η ικανότητά του στη ζωγραφική είχε ήδη
συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του αβάν-γκαρντ φωτογράφου, καλλιτέχνη και
εκδότη της Βοστώνης Fred Holland Day, που τον ενθαρρύνει στις
προσπάθειές του. Το 1904 οργανώνει την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής στη
Βοστώνη, κατά τη διάρκεια της οποίας γνωρίζεται με την οκτώ χρόνια
μεγαλύτερή του Mary Elizabeth Haskell, με την οποία θα συνδεθεί με φιλία
για όλη του τη ζωή. Το 1908 πηγαίνει στο Παρίσι για να μαθητεύσει για
δύο χρόνια κοντά στον Αύγουστο Ροντέν, όπου γνωρίζεται με τον, επίσης
πιστό φίλο του, γλύπτη Youssef Howayek. Ενώ τα πρώτα έργα του Γκιμπράν
είναι γραμμένα στα αραβικά, τα περισσότερα έργα του μετά το 1918 είναι
γραμμένα απευθείας στα αγγλικά. Σαν συγγραφέας, θα επιχειρήσει με την
πένα του να γεφυρώσει τον πολιτισμό της Ανατολής με αυτόν της Δύσης.
Ζώντας στην Αμερική, θα προσπαθήσει, δίκην προφήτη, να διασώσει την
ελληνοχριστιανική πολιτισμική παράδοση του ανθρωπισμού, της οποίας η
εγκατάλειψη είναι περισσότερο από αισθητή, και, ταυτόχρονα, να
επανασυνδέσει τον δυτικό άνθρωπο με τη σοφία που είναι κρυμένη μέσα του.
Ο Γκιμπράν ξανάγραψε πολλές φορές τον "Προφήτη" -μια σύνθεση 23
ποιητικών στοχασμών- μέχρι να εκδοθεί, τελικά, το 1923. Γραμμένο από τον
ίδιο στην αγγλική γλώσσα, είναι το βιβλίο που τον έκανε περισσότερο
γνωστό και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Πέθανε τον Απρίλιο του 1931 στη
Ν. Υόρκη από φυματίωση και κίρρωση του ήπατος και θάφτηκε στην πατρίδα
του. Τίτλοι βιβλίων