Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει. Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται, στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά. Κι άμα κλαις μου αρέσεις, απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ. Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει: Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας μες στη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή τη δικιά σου που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων και που λάμπει σαν αστραπή. Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου, η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη. Απόμακρη και τόση δα κι απ’ αστέρια φτιαγμένη είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία. Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα. Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.