Θάνατε, θρηνώ για την τραχύτητά σου,
Που έκλεψε την αγάπη μου μακριά,
Όμως βλέπω ανικανοποίητη την οντότητά σου
Ωσώτου να βαλαντώσω στην απελπισιά.
Τότε ήταν που ‘χασα όλη μου την ζωηράδα:
Τι κακό σου έκανε, που ήταν ζωντανή;
Θάνατε, θρηνώ για τη φριχτή σου σκληράδα,
Δυο ήμασταν, με μια καρδιά ευλογημένη:
Αν η καρδιά πεθάνει, ω ναι, τότε προνοώ,
Θα πεθάνω, ή θα ζω χωρίς ζωή να μου μένει,
Ακριβώς σαν τ’ αγάλματα τα φτιαγμένα από μόλυβδο.