Δεν ήταν βράχια άγρια σπηλιές και γλαροφωλιές
με την αμάχη της θάλασσας στη μαυροκόκκινη σιδερόπετρα
δεν ήταν ερημότοπος θαλασσινό κοιμητήρι.
Ήταν αμμουδιά πλατιά σαν απέραντη
με εκβολές από τα ποτάμια της ενδοχώρας
κι όλας απ’ τις πρώτες στέγνες του καλοκαιριού
μισοξεραμένα.
Με φυτά της αρμύρας θίνες πυκνές σταχτοπράσινες
λόφοι μικροί με καλαμιώνες της αμμουδιάς
να σφυρίζουν στο δροσερό μελτέμι
τραγούδι θαλασσινό.
Εκεί κοπάδια να ξαποστάζουν ντάλα μεσημέρι
σαν αφρισμένα κύματα πετρωμένα στην άμμο
εκεί κοράκια να ψάχνουν βραχνιασμένα
για ψοφίμι παραχωμένο
σμήνη θαλασσοπούλια να βόσκουν στα νερά.
Εκεί ο δικός μας
ο γαλάζιος παράδεισος ο παιδικός ο θαλασσινός
ο έρωτας ο μυστικός ο δικός μας
με το νερό το χοχλάδι τα φύκια
ύπνος σαν τα νερά σαν την αφή στον άυλο αιθέρα.
Εκεί γράψαμε τ’ όνομά μας στην άμμο
ταξιδεύοντας όνειρα σ’ ένα κάτασπρο φτερό γλάρου.
Δεν ήταν κάστρο που βροντά
και μετερίζι που αστράφτει
για να δεχτεί τόσους σκοτωμένους
να φυτρώνουν στην ειρηνική αμμουδιά
ξεσκίζοντας το πρώτο φως της αυγής
με πολύχρωμα βεγγαλικά
σκεπάζοντας τον άνεμο
με φτερά ατσαλένια
και να κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό
σε τούτα τα περήφανα χώματα τα ματοβαμένα
τόσον όμοιοι στη στολή και στο πρόσωπο
για να ησυχάσουν παντοτινά
ίσοι προς ίσους
κάτω απ’ ένα ξύλινο σταυρό χωρίς όνομα δίχως δάκρυα:
"Ενθάδε αναπαύεται ένας άγνωστος στρατιώτης"
ένας λαός σκοτωμένοι
για το δικό μας το θάνατο
άγνωστοι με την άμμο αγκαλιασμένοι
άγνωστοι με το κύμα αγκαλιασμένοι.
Δεν ήταν ερημότοπος θαλασσινό κοιμητήρι
να γιομίσει ξύλινους σταυρούς
ξαφνικά με το τέλος της άνοιξης
με την εποχή τη μεγάλη της θάλασσας
να γιομίσει ξανθούς έφηβους άγνωστους σκοτωμένους
που δεν ήξεραν ποιος θα κλάψει τελευταίος
για να τραγουδούν με τόση σιγουριά:
Θα γυρίσουμε νικητές στην πατρίδα
ένα-δύο
εν-δυο
είν’ η Γη πέρα ώς πέρα δική μας
εν-δυο
εν-δυο.
Και τώρα μήτε γη μήτε πατρίδα.
Ποια μάνα απ’ το Βορρά και ποια αγαπητικιά απ’ τη Δύση
αύριο θα κλάψει τ’ όνειρο του γυρισμού σας
και πώς να ξέρει να `ρθει εδώ στην άμμο
να σκάψει με τα χέρια της να σας ξεπλύνει
τα αίματα απ’ τις πληγές να σας ξαλλάξει
τα φονικά σας χέρια να σταυρώσει
και να φιλήσει για στερνή φορά τα δυο σας μάτια
που ήρθετ’ εδώ το δίκαιο θάνατο να βρειτε
από αντρειωμένα χέρια που άλλες μάνες
μέσ’ από χαλασμούς φωτιές και δάκρυα
αναστήσαν της λευτεριάς Ακρίτες.
με την αμάχη της θάλασσας στη μαυροκόκκινη σιδερόπετρα
δεν ήταν ερημότοπος θαλασσινό κοιμητήρι.
Ήταν αμμουδιά πλατιά σαν απέραντη
με εκβολές από τα ποτάμια της ενδοχώρας
κι όλας απ’ τις πρώτες στέγνες του καλοκαιριού
μισοξεραμένα.
Με φυτά της αρμύρας θίνες πυκνές σταχτοπράσινες
λόφοι μικροί με καλαμιώνες της αμμουδιάς
να σφυρίζουν στο δροσερό μελτέμι
τραγούδι θαλασσινό.
Εκεί κοπάδια να ξαποστάζουν ντάλα μεσημέρι
σαν αφρισμένα κύματα πετρωμένα στην άμμο
εκεί κοράκια να ψάχνουν βραχνιασμένα
για ψοφίμι παραχωμένο
σμήνη θαλασσοπούλια να βόσκουν στα νερά.
Εκεί ο δικός μας
ο γαλάζιος παράδεισος ο παιδικός ο θαλασσινός
ο έρωτας ο μυστικός ο δικός μας
με το νερό το χοχλάδι τα φύκια
ύπνος σαν τα νερά σαν την αφή στον άυλο αιθέρα.
Εκεί γράψαμε τ’ όνομά μας στην άμμο
ταξιδεύοντας όνειρα σ’ ένα κάτασπρο φτερό γλάρου.
Δεν ήταν κάστρο που βροντά
και μετερίζι που αστράφτει
για να δεχτεί τόσους σκοτωμένους
να φυτρώνουν στην ειρηνική αμμουδιά
ξεσκίζοντας το πρώτο φως της αυγής
με πολύχρωμα βεγγαλικά
σκεπάζοντας τον άνεμο
με φτερά ατσαλένια
και να κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό
σε τούτα τα περήφανα χώματα τα ματοβαμένα
τόσον όμοιοι στη στολή και στο πρόσωπο
για να ησυχάσουν παντοτινά
ίσοι προς ίσους
κάτω απ’ ένα ξύλινο σταυρό χωρίς όνομα δίχως δάκρυα:
"Ενθάδε αναπαύεται ένας άγνωστος στρατιώτης"
ένας λαός σκοτωμένοι
για το δικό μας το θάνατο
άγνωστοι με την άμμο αγκαλιασμένοι
άγνωστοι με το κύμα αγκαλιασμένοι.
Δεν ήταν ερημότοπος θαλασσινό κοιμητήρι
να γιομίσει ξύλινους σταυρούς
ξαφνικά με το τέλος της άνοιξης
με την εποχή τη μεγάλη της θάλασσας
να γιομίσει ξανθούς έφηβους άγνωστους σκοτωμένους
που δεν ήξεραν ποιος θα κλάψει τελευταίος
για να τραγουδούν με τόση σιγουριά:
Θα γυρίσουμε νικητές στην πατρίδα
ένα-δύο
εν-δυο
είν’ η Γη πέρα ώς πέρα δική μας
εν-δυο
εν-δυο.
Και τώρα μήτε γη μήτε πατρίδα.
Ποια μάνα απ’ το Βορρά και ποια αγαπητικιά απ’ τη Δύση
αύριο θα κλάψει τ’ όνειρο του γυρισμού σας
και πώς να ξέρει να `ρθει εδώ στην άμμο
να σκάψει με τα χέρια της να σας ξεπλύνει
τα αίματα απ’ τις πληγές να σας ξαλλάξει
τα φονικά σας χέρια να σταυρώσει
και να φιλήσει για στερνή φορά τα δυο σας μάτια
που ήρθετ’ εδώ το δίκαιο θάνατο να βρειτε
από αντρειωμένα χέρια που άλλες μάνες
μέσ’ από χαλασμούς φωτιές και δάκρυα
αναστήσαν της λευτεριάς Ακρίτες.
πηγή
Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το 1919 ως το 1924 φοίτησε στο ιδιωτικό Λύκειο Ο Κοραής και το 1930 αποφοίτησε από το Α΄ Εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου και ως το 1936 εργάστηκε αρχικά στις επιχειρήσεις των αδερφών του πατέρα του, εμπόρων σταφίδας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φύλλα Τέχνης, αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής του προσπάθειας, όπου δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα μόλις τεύχη ως το 1937, οπότε ο ποιητής διορίστηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στο Ηράκλειο. Το 1943 μετατέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1939 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Χαμένη γη και τη μελέτη Οι τελευταίοι της παράδοσης, και τα δύο στο Ηράκλειο. Το 1959 αποχώρησε από τη θέση του στην τράπεζα και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μεσημβρινή, δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία (1966-1967) και υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Κρητικά Νέα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μηνά Δημάκη με τίτλο Η χαμένη γη εκδόθηκε το 1939. Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του Κάψαμε τα καράβια μας, που εκδόθηκε το 1946. Ασχολήθηκε επίσης με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, τις μελέτες και το δοκίμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις, μεταξύ άλλων για τον Καβάφη τον Καζαντζάκη, τον Κάλβο, το Σικελιανό, τη σύγχρονη ποίηση. Η φιλοσοφική αγωνία του Δημάκη σημάδεψε και τη ζωή του. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στην οδό Αναγνωστοπούλου σε ηλικία εξήντα εφτά χρόνων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1975). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το 1919 ως το 1924 φοίτησε στο ιδιωτικό Λύκειο Ο Κοραής και το 1930 αποφοίτησε από το Α΄ Εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου και ως το 1936 εργάστηκε αρχικά στις επιχειρήσεις των αδερφών του πατέρα του, εμπόρων σταφίδας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φύλλα Τέχνης, αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής του προσπάθειας, όπου δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα μόλις τεύχη ως το 1937, οπότε ο ποιητής διορίστηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στο Ηράκλειο. Το 1943 μετατέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1939 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Χαμένη γη και τη μελέτη Οι τελευταίοι της παράδοσης, και τα δύο στο Ηράκλειο. Το 1959 αποχώρησε από τη θέση του στην τράπεζα και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μεσημβρινή, δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία (1966-1967) και υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Κρητικά Νέα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μηνά Δημάκη με τίτλο Η χαμένη γη εκδόθηκε το 1939. Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του Κάψαμε τα καράβια μας, που εκδόθηκε το 1946. Ασχολήθηκε επίσης με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, τις μελέτες και το δοκίμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις, μεταξύ άλλων για τον Καβάφη τον Καζαντζάκη, τον Κάλβο, το Σικελιανό, τη σύγχρονη ποίηση. Η φιλοσοφική αγωνία του Δημάκη σημάδεψε και τη ζωή του. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στην οδό Αναγνωστοπούλου σε ηλικία εξήντα εφτά χρόνων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1975). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.