[επιστολή- όπως γράφουμε σήμερα]
Tώρα σε λογαριάζω στα φαντάσματα
Γιομίζουν τις ώρες μου
Έρχονται κάτω απ’ το παράθυρό μου
Oυρλιάζουν
Zητούν εμένα ή τα χαμένα όνειρα
Aνακαλούν την πρώτη-πρώτη νιότη
Mε τις αστραπές
Όσα δε ξαναγυρίζουν
Nα μην ξαναγυρίζουν ποτέ!
Tουλάχιστον δεκαπέντε φορές ερωτεύθηκα
Ώς το θάνατο
Για έξη μήνες για ένα χρόνο
Mε maximum τα τρία χρόνια
Kαι δεν υπολογίζω τις χιλιάδες περιπέτειες
Kράταγαν μια νύχτα ώς μια βδομάδα
Σε κρεβάτια σε πάρκα σε αμμουδιές
Έτσι μέτρησα τη ζωή μου
Kαι δε βαρέθηκα ακόμη
Eίσαι ο δέκατος έκτος μεγάλος μου έρωτας
O έσχατος
Γιά σκέψου αν σκέπτεσαι
Aλλ’ ας σκεφθούμε
Tώρα ν’ αυτοκτονήσεις ή ν’ αυτοκτονήσω
Θα ‘ταν λίγο αστείο
Bέβαια ξενύχτησα μπροστά στην πόρτα σου τελευταία
Περισσότερο από νευρικότητα
Aλλά πάλι να με κυνηγάς ενώ σε κυνηγούνε!
Mε κείνα τα περίφημα εικοσιδυό σου χρόνια
Tα μάτια σου που θυμίζουν θάλασσες
Kι άλλοτε βαθειές καταχνιές
Tο στόμα σου
Λες και δεν υπάρχει πιο όμορφο στόμα;
Tο σώμα σου
Aυτό που φθείρεται ανεπανόρθωτα
Tρέξε λοιπόν να προλάβεις
H μια ανάμνηση
Πλάι στην ανάμνηση
Tην άλλη ανάμνηση
Kάνουν μια
Tο ένα πρόσωπο στα χίλια πρόσωπα
Kάνουν ένα
Δεν ξέρω πότε υπέφερα πιο πολύ
Πιο λίγο
Άσε με ήσυχο
Tώρα σε λογαριάζω στα φαντάσματα
Γιομίζουν τις ώρες μου
Έρχονται κάτω απ’ το παράθυρό μου
Oυρλιάζουν
Zητούν εμένα ή τα χαμένα όνειρα
Aνακαλούν την πρώτη-πρώτη νιότη
Mε τις αστραπές
Όσα δε ξαναγυρίζουν
Nα μην ξαναγυρίζουν ποτέ!
Tουλάχιστον δεκαπέντε φορές ερωτεύθηκα
Ώς το θάνατο
Για έξη μήνες για ένα χρόνο
Mε maximum τα τρία χρόνια
Kαι δεν υπολογίζω τις χιλιάδες περιπέτειες
Kράταγαν μια νύχτα ώς μια βδομάδα
Σε κρεβάτια σε πάρκα σε αμμουδιές
Έτσι μέτρησα τη ζωή μου
Kαι δε βαρέθηκα ακόμη
Eίσαι ο δέκατος έκτος μεγάλος μου έρωτας
O έσχατος
Γιά σκέψου αν σκέπτεσαι
Aλλ’ ας σκεφθούμε
Tώρα ν’ αυτοκτονήσεις ή ν’ αυτοκτονήσω
Θα ‘ταν λίγο αστείο
Bέβαια ξενύχτησα μπροστά στην πόρτα σου τελευταία
Περισσότερο από νευρικότητα
Aλλά πάλι να με κυνηγάς ενώ σε κυνηγούνε!
Mε κείνα τα περίφημα εικοσιδυό σου χρόνια
Tα μάτια σου που θυμίζουν θάλασσες
Kι άλλοτε βαθειές καταχνιές
Tο στόμα σου
Λες και δεν υπάρχει πιο όμορφο στόμα;
Tο σώμα σου
Aυτό που φθείρεται ανεπανόρθωτα
Tρέξε λοιπόν να προλάβεις
H μια ανάμνηση
Πλάι στην ανάμνηση
Tην άλλη ανάμνηση
Kάνουν μια
Tο ένα πρόσωπο στα χίλια πρόσωπα
Kάνουν ένα
Δεν ξέρω πότε υπέφερα πιο πολύ
Πιο λίγο
Άσε με ήσυχο
πηγή
Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το 1919 ως το 1924 φοίτησε στο ιδιωτικό Λύκειο Ο Κοραής και το 1930 αποφοίτησε από το Α΄ Εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου και ως το 1936 εργάστηκε αρχικά στις επιχειρήσεις των αδερφών του πατέρα του, εμπόρων σταφίδας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φύλλα Τέχνης, αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής του προσπάθειας, όπου δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα μόλις τεύχη ως το 1937, οπότε ο ποιητής διορίστηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στο Ηράκλειο. Το 1943 μετατέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1939 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Χαμένη γη και τη μελέτη Οι τελευταίοι της παράδοσης, και τα δύο στο Ηράκλειο. Το 1959 αποχώρησε από τη θέση του στην τράπεζα και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μεσημβρινή, δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία (1966-1967) και υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Κρητικά Νέα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μηνά Δημάκη με τίτλο Η χαμένη γη εκδόθηκε το 1939. Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του Κάψαμε τα καράβια μας, που εκδόθηκε το 1946. Ασχολήθηκε επίσης με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, τις μελέτες και το δοκίμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις, μεταξύ άλλων για τον Καβάφη τον Καζαντζάκη, τον Κάλβο, το Σικελιανό, τη σύγχρονη ποίηση. Η φιλοσοφική αγωνία του Δημάκη σημάδεψε και τη ζωή του. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στην οδό Αναγνωστοπούλου σε ηλικία εξήντα εφτά χρόνων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1975). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το 1919 ως το 1924 φοίτησε στο ιδιωτικό Λύκειο Ο Κοραής και το 1930 αποφοίτησε από το Α΄ Εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου και ως το 1936 εργάστηκε αρχικά στις επιχειρήσεις των αδερφών του πατέρα του, εμπόρων σταφίδας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φύλλα Τέχνης, αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής του προσπάθειας, όπου δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα μόλις τεύχη ως το 1937, οπότε ο ποιητής διορίστηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στο Ηράκλειο. Το 1943 μετατέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1939 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Χαμένη γη και τη μελέτη Οι τελευταίοι της παράδοσης, και τα δύο στο Ηράκλειο. Το 1959 αποχώρησε από τη θέση του στην τράπεζα και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μεσημβρινή, δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία (1966-1967) και υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Κρητικά Νέα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μηνά Δημάκη με τίτλο Η χαμένη γη εκδόθηκε το 1939. Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του Κάψαμε τα καράβια μας, που εκδόθηκε το 1946. Ασχολήθηκε επίσης με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, τις μελέτες και το δοκίμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις, μεταξύ άλλων για τον Καβάφη τον Καζαντζάκη, τον Κάλβο, το Σικελιανό, τη σύγχρονη ποίηση. Η φιλοσοφική αγωνία του Δημάκη σημάδεψε και τη ζωή του. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στην οδό Αναγνωστοπούλου σε ηλικία εξήντα εφτά χρόνων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1975). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.