Δε θ’ αποχαιρετήσω τη ζωή εύκολα
γονατιστός
θ’ αλλάξουμε το τελευταίο "χαίρε".
Σα φίλοι ύπουλοι και αναξιόπιστοι
που χωρίζουν ύστερα από μια γεμάτη μέρα.
Που χωρίζονται ίσος προς ίσον
Και η μέρα δεν ήταν αργία γιορτή διασκέδαση.
Καθημερινή κοπιώδης
αιχμηρή ζωηρή ήταν
πάθη βουνά και παθήματα και δοκιμασίες
χαρές αυγούλες χρυσές
ή καμίνια με φλόγες
αγάπες λευκά περιστέρια
ή ύαινες της ζούγκλας.
Και πόνος;
Και αγωνία;
Και πάντα στην πόρτα ο χτύπος του πεπρωμένου;
Καμιά σημασία
παλεύοντας
νικητής-νικημένος.
Ζωή μια στα πάνω μια κάτω
σε γνωρίζω σε μισώ και σε θέλω
σκληρή άτεγκτη αχάριστη
ακριβά πληρωμένη
ζητώντας πληρωμή πιο ακριβή κάθε τόσο.
Θα σ’ αποχαιρετήσω φιλικά
και θα πάψεις να με παραμονεύεις
θα γλιτώσεις και συ απ’ το δύσκολο θύμα
που είχε υψώσει το κάστρο του
και κάθε στιγμή σε περίμενε
με το τουφέκι στο χέρι.
Ω ποιητές όσοι ουρανούς κατοικείτε
και θλίψεις αναίτιες σας δυναστεύουν
μελαγχολίες της πέννας και του χαρτιού
με λόγια ωραία λέξεις διαλεγμένες λουστραρισμένες
που τεχνουργείτε ουρές παγωνιών
μακαρίζω το μάταιο παιχνίδι σας
ζηλεύω τους χώρους της ανύποπτης φαντασίας σας
σε τούτην την κόλαση που θησαυρίζετε
συναισθήματα ανώδυνα ήχους και χρώματα - σας μακαρίζω.
γονατιστός
θ’ αλλάξουμε το τελευταίο "χαίρε".
Σα φίλοι ύπουλοι και αναξιόπιστοι
που χωρίζουν ύστερα από μια γεμάτη μέρα.
Που χωρίζονται ίσος προς ίσον
Και η μέρα δεν ήταν αργία γιορτή διασκέδαση.
Καθημερινή κοπιώδης
αιχμηρή ζωηρή ήταν
πάθη βουνά και παθήματα και δοκιμασίες
χαρές αυγούλες χρυσές
ή καμίνια με φλόγες
αγάπες λευκά περιστέρια
ή ύαινες της ζούγκλας.
Και πόνος;
Και αγωνία;
Και πάντα στην πόρτα ο χτύπος του πεπρωμένου;
Καμιά σημασία
παλεύοντας
νικητής-νικημένος.
Ζωή μια στα πάνω μια κάτω
σε γνωρίζω σε μισώ και σε θέλω
σκληρή άτεγκτη αχάριστη
ακριβά πληρωμένη
ζητώντας πληρωμή πιο ακριβή κάθε τόσο.
Θα σ’ αποχαιρετήσω φιλικά
και θα πάψεις να με παραμονεύεις
θα γλιτώσεις και συ απ’ το δύσκολο θύμα
που είχε υψώσει το κάστρο του
και κάθε στιγμή σε περίμενε
με το τουφέκι στο χέρι.
Ω ποιητές όσοι ουρανούς κατοικείτε
και θλίψεις αναίτιες σας δυναστεύουν
μελαγχολίες της πέννας και του χαρτιού
με λόγια ωραία λέξεις διαλεγμένες λουστραρισμένες
που τεχνουργείτε ουρές παγωνιών
μακαρίζω το μάταιο παιχνίδι σας
ζηλεύω τους χώρους της ανύποπτης φαντασίας σας
σε τούτην την κόλαση που θησαυρίζετε
συναισθήματα ανώδυνα ήχους και χρώματα - σας μακαρίζω.
πηγή
Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το 1919 ως το 1924 φοίτησε στο ιδιωτικό Λύκειο Ο Κοραής και το 1930 αποφοίτησε από το Α΄ Εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου και ως το 1936 εργάστηκε αρχικά στις επιχειρήσεις των αδερφών του πατέρα του, εμπόρων σταφίδας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φύλλα Τέχνης, αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής του προσπάθειας, όπου δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα μόλις τεύχη ως το 1937, οπότε ο ποιητής διορίστηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στο Ηράκλειο. Το 1943 μετατέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1939 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Χαμένη γη και τη μελέτη Οι τελευταίοι της παράδοσης, και τα δύο στο Ηράκλειο. Το 1959 αποχώρησε από τη θέση του στην τράπεζα και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μεσημβρινή, δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία (1966-1967) και υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Κρητικά Νέα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μηνά Δημάκη με τίτλο Η χαμένη γη εκδόθηκε το 1939. Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του Κάψαμε τα καράβια μας, που εκδόθηκε το 1946. Ασχολήθηκε επίσης με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, τις μελέτες και το δοκίμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις, μεταξύ άλλων για τον Καβάφη τον Καζαντζάκη, τον Κάλβο, το Σικελιανό, τη σύγχρονη ποίηση. Η φιλοσοφική αγωνία του Δημάκη σημάδεψε και τη ζωή του. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στην οδό Αναγνωστοπούλου σε ηλικία εξήντα εφτά χρόνων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1975). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το 1919 ως το 1924 φοίτησε στο ιδιωτικό Λύκειο Ο Κοραής και το 1930 αποφοίτησε από το Α΄ Εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου και ως το 1936 εργάστηκε αρχικά στις επιχειρήσεις των αδερφών του πατέρα του, εμπόρων σταφίδας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φύλλα Τέχνης, αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής του προσπάθειας, όπου δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα μόλις τεύχη ως το 1937, οπότε ο ποιητής διορίστηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στο Ηράκλειο. Το 1943 μετατέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1939 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Χαμένη γη και τη μελέτη Οι τελευταίοι της παράδοσης, και τα δύο στο Ηράκλειο. Το 1959 αποχώρησε από τη θέση του στην τράπεζα και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μεσημβρινή, δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία (1966-1967) και υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Κρητικά Νέα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μηνά Δημάκη με τίτλο Η χαμένη γη εκδόθηκε το 1939. Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του Κάψαμε τα καράβια μας, που εκδόθηκε το 1946. Ασχολήθηκε επίσης με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, τις μελέτες και το δοκίμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις, μεταξύ άλλων για τον Καβάφη τον Καζαντζάκη, τον Κάλβο, το Σικελιανό, τη σύγχρονη ποίηση. Η φιλοσοφική αγωνία του Δημάκη σημάδεψε και τη ζωή του. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στην οδό Αναγνωστοπούλου σε ηλικία εξήντα εφτά χρόνων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1975). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.