Φαντάσου σαν μέσα σ' ένα σπήλαιο κάτω από τη γη, που να έχη την είσοδο του ανοιγμένη προς το φως σ' όλο το μάκρος της· ανθρώπους που από παιδιά να βρίσκουνται εκεί μέσα αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο, σε τρόπο που να μένουν πάντα στην ίδια θέση και μόνο εμπρός των να βλέπουν, χωρίς να μπορούν να στρέψουν γύρω την κεφαλή τους εξ αιτίας τα δεσμά τους· και από πίσω σε αρκετή απόσταση και υψηλότερά τους να υπάρχη αναμμένη φωτιά, που το φως της να έρχεται ως αυτούς και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες ένας δρόμος προς τα επάνω· και πλάι στο δρόμο φαντάσου ακόμα παράλληλά του χτισμένο ένα μακρύ τοιχαράκι σαν εκείνα τα διαφράγματα που έχουν βαλμένα οι θαυματοποιοί εμπρός από τους ανθρώπους και τους δείχνουν πάνω από κει τις ταχυδακτυλουργίες των.
Γλαύκωνας: Τα φαντάζομαι όλ' αυτά.
Σωκράτης: Φαντάσου τώρα ανθρώπους να περνούν κατά μήκος αυτού του τοίχου φορτωμένοι κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και αγάλματα ανθρώπων και ζώων κατασκευασμένα από ξύλο ή πέτρα ή ό,τι άλλο, που να ξεπερνούν όλ' αυτά πιο ψηλά από το τοιχαράκι, κι αυτοί που τα σηκώνουν, όπως είναι φυσικό, άλλοι να μιλούν καθώς περνούν μεταξύ τους κι άλλοι να σωπαίνουν.
Γλαύκωνας: Πολύ παράξενη είναι η εικόνα και αλλόκοτοι οι δεσμώτες σου.
Σωκράτης: Και μολαταύτα όμοιοι με μας· και πρώτα πρώτα νομίζεις πως αυτοί οι δεσμώτες έχουν ιδεί ποτέ και από τους εαυτούς των και από τους τριγυρνούς των τίποτε άλλο, εκτός από τις σκιές που πέφτουν από τη λάμψη της φωτιάς επάνω στο αντικρυνό τους μέρος της σπηλιάς;
Γλαύκωνας: Και πώς να δουν, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατούν ακίνητα τα κεφάλια όλη τους τη ζωή;
Σωκράτης: Ακόμα και από τα αντικείμενα που περνοδιαβαίνουν, άλλο τίποτα από τις σκιές των;
Γλαύκωνας: Τι άλλο βέβαια;
Σωκράτης: Κι αν θα μπορούσαν να μιλούν μεταξύ τους, δε νομίζεις να πιστεύουν πως τα ονόματα που δίνουν στις σκιές που βλέπουν να διαβαίνουν εμπρός τους, αναφέρονται σ' αυτά τα ίδια τα αντικείμενα;
Γλαύκωνας: Αναγκαστικά.
Σωκράτης: Κι αν ακόμα η φυλακή τους έστελνε αντίλαλο από αντικρύ τους, όταν θα μιλούσε κανείς απ' όσους περνούν, νομίζεις πως τίποτ' άλλο θα φαντάζονταν, παρά ότι η σκιά είναι εκείνη που μιλά;
Γλαύκωνας: Τι άλλο βέβαια;
Σωκράτης: Και εξάπαντος, τίποτ' άλλο οι τέτοιοι δε θα πίστευαν αληθινό, παρά μονάχα εκείνες τις σκιές.
Γλαύκωνας: Ανάγκη πάσα.
Σωκράτης: Σκέψου τώρα, τι θα 'πρεπε να συμβή φυσικά μ' αυτούς, αν κανείς ήθελε να τους λύσει από τα δεσμά τους και να τους θεραπεύσει από την πλάνη και την άγνοια τους· κάθε φορά που θα λύνονταν ένας και θα 'ναγκάζονταν έξαφνα να σηκωθή και να στρέψη το λαιμό του και να περπατήση και να κοιτάξη προς το μέρος της φωτιάς, και πονούσε ενώ έκανε όλ' αυτά και δε μπορούσε από το ακτιδοβόλισμα της φωτιάς να δη καθαρά εκείνα που έβλεπε ως τότε τις σκιές των, τι νομίζεις πως θα πη, αν του έλεγε κανείς, ότι όσα έβλεπε τότε ήταν φλυαρίες και πως τώρα, γυρισμένος κάπως πιο κοντά στο ον και σε αντικείμενα περισσότερο πραγματικά, βλέπει σωστότερα, κι αν μάλιστα δείχνοντάς του το καθένα απ' όσα θα περνούσαν από μπρος του, τον ανάγκαζε ν' αποκριθή τι είναι αυτό, δε νομίζεις πως θα έπεφτε σε μεγάλη απορία και θα νόμιζε πως εκείνα που έβλεπε τότε, ήταν αληθινώτερα απ' αυτά που του δείχνουν τώρα ;
Γλαύκωνας: Και πολύ μάλιστα.
Σωκράτης: Κι αν λοιπόν τον ανάγκαζε κανείς να στρέψη τα μάτια του στο ίδιο το φως, δε θα του πονούσαν τα μάτια και δε θα 'φευγε για να ξαναγυρίση πάλι σε κείνα που μπορεί να βλέπη και δε θα νόμιζε πως εκείνα είναι πραγματικώς καθαρώτερα και αληθινώτερα απ' αυτά που του δείχνουν;
Γλαύκωνας: Έτσι βέβαια.
Σωκράτης: Κι αν τέλος τον ξεκολλούσε κανείς από κει κάτω με τη βία, από ένα κακοτράχαλο και ανηφορικό δρόμο, και δεν τον άφηνε πριν τον τραβήξη έξω στο φως του ήλιου, άραγε δε θα τραβούσε μαρτύρια και δε θ' αγανακτούσε όσο τον έσερναν, κι όταν θάφτανε στο φως, με πλημμυρισμένα τα μάτια του απ' τη φεγγοβολή, θα μπορούσε να δη και ένα καν απ' όσα εμείς λέμε τώρα αληθινά;
Γλαύκωνας: Όχι βέβαια, έτσι τουλάχιστο εξαφνικά.
Σωκράτης: Θα χρειάζονταν πραγματικώς να συνηθίση πρώτα, για να κατορθώση να βλέπη καθαρά όσα είναι εκεί επάνω· και στην αρχή θα μπορούσε να βλέπη ευκολώτερα τις σκιές, έπειτα επάνω στα νερά τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων, και στερνά κι αυτά τα ίδια· κατόπι απ' αυτά κι όσα είναι στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό, θα μπορούσε να στραφή ή να κοιτάξη τη νύχτα ευκολώτερα, με το φως του φεγγαριού και των άστρων, παρά την ημέρα με τον ήλιο και το φως του.
Γλαύκωνας: Πώς όχι;
Σωκράτης: Και τελευταία, θα μπορούσε να ιδή, υποθέτω, και αυτόν τον ίδιο τον ήλιο, όχι μέσα στα νερά ή σε άλλη θέση τα είδωλά του, αλλ' αυτόν καθαυτόν στη θέση του, και να παρατηρήση τι λογής είναι.
Γλαύκωνας: Αναγκαστικά.
Σωκράτης: Ύστερ' απ' αυτά θα 'κανε τη σκέψη γι' αυτόν, πως αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τους ενιαυτούς, και διευθύνει σαν επίτροπος όλα στον ορατό κόσμο, και ο αίτιος, για να πούμε έτσι, όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί.
Γλαύκωνας: Είναι φανερό πως σ' αυτό το συμπέρασμα θάφτανε σιγά σιγά.
Σωκράτης: Και τι λοιπόν; όταν θα θυμόταν την πρώτη του εκείνη κατοικία και τη σοφία που είχαν εκεί κάτω αυτός και οι συδεσμώτες του, δε νομίζεις πως θα μακάριζε τον εαυτό του γι' αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε εκείνους;
Γλαύκωνας: Και πολύ μάλιστα.
Σωκράτης: Και αν υπήρχαν μεταξύ τους εκεί κάτω έπαινοι και τιμές και τίποτα βραβεία για κείνον που θάχε ισχυρότερη όραση να βλέπη ό,τι θα περνούσε εμπρός του, και να θυμάται ποια συνηθίζουν να περνούν πρώτα, ποια κατόπι τους και ποια μαζί–μαζί και έτσι να ήταν σε θέση να μαντεύη καλύτερα από κάθε άλλο τίνος θα είναι η σειρά του να παρουσιαστή, τι λες; θα είχε καμιά επιθυμία για όλ' αυτά και θα ζήλευε εκείνους που έτσι ετιμούσαν εκεί κάτω και που αφέντευαν επάνω στους άλλους; ή δε θα πάθαινε εκείνο που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα, και θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα να ζη στον επάνω κόσμο και να δουλεύη κοντά σ' έναν άλλο δίχως κλήρο άνθρωπο, παρά να έχη τις ίδιες τις ιδέες και την ίδια ζωή όπως εκεί κάτω;
Γλαύκωνας: Κάθε άλλο κ' εγώ παραδέχομαι πως θα προτιμούσε να πάθη, παρά να ζη μ' εκείνο τον τρόπο.
Σωκράτης: Βάλε τώρα στο νου σου κι αυτό: αν ένας τέτοιος ήθελε ξανακατέβει πάλι εκεί και ξανακαθίσει στο θρονί του, δε θα γέμιζαν τα μάτια του ξανά σκοτάδι, καθώς θα 'ρχόταν ξαφνικά από τον ήλιο;
Γλαύκωνας: Και πολύ βέβαια.
Σωκράτης: Κι αν ήταν ανάγκη να παραβγή με κείνους τους παντοτινούς εκεί κάτω δεσμώτες λέγοντας τη γνώμη του για κείνες τις σκιές, ενώ ακόμη δε θα καλοδιάκρινε πριν αποκατασταθή τέλεια η όρασή του, γιατί βέβαια δε θα χρειάζονταν, και πολύ λίγος καιρός να ξανασυνηθίση, δεν θα τους έκανε να σκάσουν στα γέλοια και δε θα 'λεγαν γι' αυτόν πως γύρισε από κει πάνω πανέβηκε με χαλασμένα τα μάτια, και πως δεν αξίζει τον κόπο ούτε να δοκιμάση κανείς ν' ανεβή εκεί πάνω, κι αν κανείς επιχειρούσε να τους λύση και να τους ανεβάση, δε θα ήταν ικανοί και να τον σκοτώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια;
Γλαύκωνας: Χωρίς άλλο. [..]
Πολιτεία (εκδ. οίκος Φέξη): Τόμος 1 Τόμος 2 Τόμος 3 Τόμος 4
~
..συνέχεια σε μετάφραση Νίκου Σκουτερόπουλου
Σωκράτης: Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε Γλαύκων, πρέπει να την συνδέσουμε ολόκληρη με όσα λέγαμε πρωτύτερα, και να συγκρίνουμε την περιοχή που μας εμφανίζεται διαμέσου της όρασης με την κατοικία στο δεσμωτήριο, και το φως της φωτιάς που υπάρχει εκεί με τη δύναμη του ήλιου· κι αν παραβάλεις το ανέβασμα προς τα πάνω, και τη θέα των πραγμάτων του επάνω κόσμου με την άνοδο της ψυχής στον νοητό τόπο, δεν θα πέσεις μακριά από τη δική μου πίστη, μια που θέλεις να την ακούσεις. Αν είναι αληθινή, το ξέρει ο θεός. Σ᾽ εμένα πάντως το πράγμα φαίνεται να έχει ως εξής: Στη σφαίρα της γνώσης, γίνεται ορατή, τελευταία και με μεγάλη δυσκολία, η ιδέα του αγαθού και, σαν γίνει ορατή, πρέπει κανείς να την συλλογιστεί ως την αιτία κάθε καλού και ωραίου πράγματος για όλα τα όντα -αυτή η οποία στον ορατό τόπο γέννησε το φως και τον άρχοντά του, και η οποία στον νοητό τόπο είναι η ίδια αρχόντισσα που δώρισε αλήθεια και λογισμό και ότι την ιδέα αυτή του αγαθού είναι απαραίτητο να την αντικρίσει όποιος μέλλει να πράξει με φρόνηση είτε στην ιδιωτική είτε στη δημόσια σφαίρα.
Γλαύκωνας: Συμφωνώ, είπε, κι εγώ μαζί σου, με τον τρόπο βέβαια που μπορώ.
Σωκράτης: Έλα τότε λοιπόν, είπα εγώ, να συμφωνήσεις μαζί μου και σε τούτο, και μην παραξενεύεσαι που όσοι έφθασαν ώς εδώ δεν θέλουν να καταπιάνονται με τις συνηθισμένες ασχολίες των ανθρώπων αλλά οι ψυχές τους νιώθουν την επιθυμία να μένουν εκεί στα ψηλά· και είναι, υποθέτω, φυσικό να συμβαίνει έτσι, αν η εικόνα που αναφέραμε πρωτύτερα είναι σωστή.
Γλαύκωνας: Βεβαίως είναι φυσικό, είπε.
Σωκράτης: Το νομίζεις, τότε, παράξενο, είπα εγώ, αν κάποιος, ύστερα από εκείνη τη θέαση πραγμάτων θεϊκών, μόλις έλθει σε επαφή με τις ανθρώπινες μικρότητες, φέρεται αδέξια και φαίνεται πολύ γελοίος καθώς ακόμη η όρασή του είναι ανήμπορη να δει, και προτού συνηθίσει αρκετά στη σκοτεινιά του κόσμου, αναγκάζεται να μπλέξει σε δικαστικούς αγώνες και άλλα τέτοια για τις σκιές του δικαίου ή για τα είδωλα που ρίχνουν αυτές τις σκιές και να πολεμάει με πάθος τις δοξασίες που έχουν γι᾽ αυτά άνθρωποι, οι οποίοι την αληθινή δικαιοσύνη δεν την έχουν αντικρίσει ποτέ τους;
Γλαύκωνας: Δεν το νομίζω διόλου παράξενο, είπε.
Σωκράτης: Όποιος όμως έχει νου, είπα, θα αναλογιστεί ότι δύο ειδών είναι οι συγχύσεις που συμβαίνουν στα μάτια και δύο ειδών οι αιτίες στις οποίες οφείλονται, ανάλογα με το αν περνάει κανείς από το φως στο σκοτάδι ή από το σκοτάδι στο φως. Και θεωρώντας ότι ακριβώς τα ίδια συμβαίνουν και με την ψυχή, όποτε θα βλέπει κάποια ψυχή να τα ᾽χει χαμένα και να μην μπορεί να διακρίνει κάτι, αυτός δεν θα βάζει τα γέλια ασυλλόγιστα αλλά θα προσπαθεί να διαπιστώσει τι από τα δύο συμβαίνει: Είναι άραγε τυφλωμένη επειδή έχοντας έλθει από μια ζωή φωτεινότερη δεν είναι συνηθισμένη στο σκοτάδι ή, αντιθέτως, επειδή προχωρεί από την περισσή αμάθεια σε μια περιοχή φωτεινότερη, κάτι πιο λαμπερό έχει πλημμυρίσει τα μάτια της με εκτυφλωτικό φως; Κι έτσι τη μια ψυχή θα την καλοτυχίσει για το πάθημά της και για τη ζωή της, ενώ για την άλλη θα αισθανθεί λύπη, κι αν θα είχε τη διάθεση να την περιγελάσει, το γέλιο του αυτό θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο απ᾽ ό,τι το γέλιο για εκείνη που έχει φθάσει εδώ από ψηλά, από το φως.
Γλαύκωνας: Πάρα πολύ μετρημένα, είπε, τα λόγια σου.
Σωκράτης: Τότε, είπα, αν αυτά είναι αληθινά, πρέπει κι εμείς να παραδεχθούμε τα εξής σχετικά με αυτά: Ότι δηλαδή η παιδεία δεν είναι ό,τι ισχυρίζονται γι᾽ αυτήν κάποιοι, οι οποίοι έχουν για επάγγελμά τους την εκπαίδευση. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι μέσα στην ψυχή δεν υπάρχει γνώση κι ότι κατά κάποιον τρόπο τη γνώση την βάζουν αυτοί στην ψυχή, περίπου σαν να έβαζαν όραση σε μάτια τυφλών.
Γλαύκωνας: Το ισχυρίζονται πράγματι, είπε.
Σωκράτης: Απεναντίας, η τωρινή διερεύνησή μας, είπα εγώ, δείχνει αυτή τη δύναμη της γνώσης που καθένας έχει μέσα στην ψυχή του, κι επίσης το εργαλείο, με το οποίο καθένας μαθαίνει. Όπως ακριβώς αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να στρέφει κανείς τα μάτια του από το σκοτάδι στο φως παρά μόνο στρέφοντας ολόκληρο το σώμα, έτσι πρέπει να στραφεί με ολόκληρη την ψυχή από την περιοχή της γένεσης στην άλλη πλευρά, ώσπου να γίνει ικανή η ψυχή να αντέχει να αντικρίζει το ον και την πιο αστραφτερή λάμψη του όντος· κι υποστηρίζουμε ότι αυτό είναι το αγαθό. Δεν είναι έτσι;
Γλαύκωνας: Ναι.
Σωκράτης: Επομένως η παιδεία, είπα εγώ, θα είναι η τέχνη για αυτό το πράγμα, για την μεταστροφή της ψυχής, με ποιον τρόπο δηλαδή η μεταστροφή θα συντελεστεί όσο το δυνατόν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα, -όχι πώς θα εμφυτευθεί στο όργανο αυτό η δύναμη της όρασης, αλλά θεωρώντας δεδομένο ότι το όργανο διαθέτει αυτή τη δύναμη κι ότι απλώς δεν είναι στραμμένο στη σωστή διεύθυνση και δεν κοιτάζει προς τα εκεί που θα έπρεπε, να μηχανευτεί η τέχνη της παιδείας έναν τρόπο ώστε αυτό να κατορθωθεί.
Γλαύκωνας: Έτσι φαίνεται, είπε. πηγή
~
Πολιτεία του Πλάτωνα (Α-Ι) pdf / μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης
~
~
Η αλληγορία(Ο Μύθος) του σπηλαίου (YouTube / Διάρκεια 9:15)
~