Ένα ντουφέκι μου ‘δωσαν, μου κρέμασαν σπαθί
και μου ‘παν: «Εμπρός, τράβα
στο πέρασμα σου ουδέ κλαρί ορθό να μη σταθεί,
κάψε, βουλκάνου λάβα.
Κ’ εγώ, με την καρδιά βάρια κι ανέγνωρη, χτυπώ
μπροστά μου ό,τι κι α βρίσκω
σε πολιτείες και σε βουνά τρικύμισμα σκορπώ,
και σαν κατάρα μνήσκω.
Θανάτου αχός με τριγυρνά ˙ προβαίνω μεθυστής.
Όλου του κόσμου η φρίκη
από την όψη μου περνά. Κ' εγώ πολεμιστής
πάω για να βρω τη νίκη!
Εντός μου δεν κρατώ σπλαχνιά ˙ μου πέτρωσε η καρδιά,
το δάκρυ μου ξεράθει.
Σαν αξημέρωτη, μπροστά στα μάτια μου, η βραδιά
στ' ανθρώπινα τα πάθη...
μα σήμερα πουρνό πουρνό, που ανάδευε η κραυγή
και μάνιζε η αμάχη,
το μέτωπο μου αφίλητο αναθέρμανε η αυγή
κι από τον ίδρο εβράχει.
Και το μαντήλι βγάνοντας, με πήρε η μυρουδιά
που μου έβαλες πριν φύγω.
Η ξεχασμένη σου ομορφιά μου αγγίζει την καρδιά
κει που τον Άδη ανοίγω.
Ω! μυρουδιά απαλόπνοη, ψυχή, ρόδου μιλιά,
ξεδίψασμα μιας κρήνης,
όλο τον κόσμο που έχασα, τη θέρμη την παλιά
γλυκά μου ξαναδίνεις.
Κορμιά λυγίζουν γύρω μου. στο χώμα εγώ σκυφτός
μ' απόξενο τουφέκι,
αναθυμούμαι τις στιγμές που ο πόθος σου ο λιτός
στα δίχτυα του μου πλέκει.
Το βλέμμα σου, που δεχόμουν σαν ήλιο της αυγής
με τη χαρά του αρρώστου,
το γέλιο σου το αέρινο, που η μέθη της ζωής
στάλαζε πάντα εντός του.
Ακαταμάχητε καημέ της ζήσης της χρυσής
η δόξα σου μεγάλη!
Νόμοι, πατρίδες, ω θεοί, μια πίστη είσαστε εσείς
μα υπάρχει πίστη κι άλλη.
Ήρωας δεν είμαι ˙ τη ζωή να ζήσω εγώ ποθώ
που μου χαρίζει η πλάση.
και ποια ιδέα πιο γκαρδιακή, ανώτερο αγαθό
τον πόθο μου θα φτάσει;
~
από τη συλλογή Ύμνοι» (1921)
και μου ‘παν: «Εμπρός, τράβα
στο πέρασμα σου ουδέ κλαρί ορθό να μη σταθεί,
κάψε, βουλκάνου λάβα.
Κ’ εγώ, με την καρδιά βάρια κι ανέγνωρη, χτυπώ
μπροστά μου ό,τι κι α βρίσκω
σε πολιτείες και σε βουνά τρικύμισμα σκορπώ,
και σαν κατάρα μνήσκω.
Θανάτου αχός με τριγυρνά ˙ προβαίνω μεθυστής.
Όλου του κόσμου η φρίκη
από την όψη μου περνά. Κ' εγώ πολεμιστής
πάω για να βρω τη νίκη!
Εντός μου δεν κρατώ σπλαχνιά ˙ μου πέτρωσε η καρδιά,
το δάκρυ μου ξεράθει.
Σαν αξημέρωτη, μπροστά στα μάτια μου, η βραδιά
στ' ανθρώπινα τα πάθη...
μα σήμερα πουρνό πουρνό, που ανάδευε η κραυγή
και μάνιζε η αμάχη,
το μέτωπο μου αφίλητο αναθέρμανε η αυγή
κι από τον ίδρο εβράχει.
Και το μαντήλι βγάνοντας, με πήρε η μυρουδιά
που μου έβαλες πριν φύγω.
Η ξεχασμένη σου ομορφιά μου αγγίζει την καρδιά
κει που τον Άδη ανοίγω.
Ω! μυρουδιά απαλόπνοη, ψυχή, ρόδου μιλιά,
ξεδίψασμα μιας κρήνης,
όλο τον κόσμο που έχασα, τη θέρμη την παλιά
γλυκά μου ξαναδίνεις.
Κορμιά λυγίζουν γύρω μου. στο χώμα εγώ σκυφτός
μ' απόξενο τουφέκι,
αναθυμούμαι τις στιγμές που ο πόθος σου ο λιτός
στα δίχτυα του μου πλέκει.
Το βλέμμα σου, που δεχόμουν σαν ήλιο της αυγής
με τη χαρά του αρρώστου,
το γέλιο σου το αέρινο, που η μέθη της ζωής
στάλαζε πάντα εντός του.
Ακαταμάχητε καημέ της ζήσης της χρυσής
η δόξα σου μεγάλη!
Νόμοι, πατρίδες, ω θεοί, μια πίστη είσαστε εσείς
μα υπάρχει πίστη κι άλλη.
Ήρωας δεν είμαι ˙ τη ζωή να ζήσω εγώ ποθώ
που μου χαρίζει η πλάση.
και ποια ιδέα πιο γκαρδιακή, ανώτερο αγαθό
τον πόθο μου θα φτάσει;
~
από τη συλλογή Ύμνοι» (1921)
Ο Ρήγας Γκόλφης (1886-1958), λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Δημητριάδη, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Ο πατέρας του καταγόταν από το Καρπενήσι και η μητέρα του από την οικογένεια Δροσίνη, που συγγένευε με την οικογένεια Παλαμά. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακολούθησε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου. Το 1909 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια του Απρίλη» και ακολούθησαν οι συλλογές: «Ύμνοι» (1921), «Στο Γύρισμα της Ρίμας» (1921), «Λυρικά Χρώματα» (1930) και «Τετράμερα» (1952). Το 1935 κυκλοφόρησε ο τόμος «Φαντασία και Ποίηση» με κείμενα από το κριτικό του έργου και το 1954 η συλλογή διηγημάτων «Η επιφάνεια και το βάθος». Ο Γκόλφης υπήρξε από τους στενούς συνεργάτες του περιοδικού Ο Νουμάς, του μαχητικού οργάνου για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, και βρισκόταν σε άμεση επαφή με τους κοινωνικούς αγώνες στη χώρα μας και την ενθάρρυνση των σοσιαλιστικών ιδεών. Το θεατρικό του έργο Ο Γήταυρος, που δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στο λογοτεχνικό περιοδικό Νουμάς (7, 14, 21 Δεκεμβρίου του 1908) θεωρείται ένα από πρώτα λογοτεχνικά έργα με σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Ο Ρήγας Γκόλφης μετέφρασε και δημοσίευσε στην εφημερίδα «Εργάτης του Βόλου», τον Ύμνο της 2ας Διεθνούς (1871), του Γάλλου επαναστάτη Ευγένιου Ποττιέ. Εκτός του «Νουμά», υπήρξε συνεργάτης πολλών αθηναϊκών περιοδικών, δημοσιεύοντας ποιήματα, διηγήματα και κριτικές, με διάφορα ψευδώνυμα.
Πέθανε στην Αθήνα στις 2 Ιανουαρίου του 1958, σε ηλικία 72 ετών.
Βιβλιογραφία/Εργογραφία
~
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΚΟΛΦΗΣ: «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ: Δεν προσέχτηκε αρκετά η περίπτωση του Ρήγα Γκόλφη, γνωστού ποιητή και κριτικού στον καιρό του, απ' τους υπέρμαχους του δημοτικισμού κι απ' τους βασικότερους συνεργάτες του περιοδικού «Ο Νουμάς». Δεν προσέχτηκε και δεν μελετήθηκε όπως και όσο θα 'πρεπε, ίσως γιατί συνδέθηκε πάρα πολύ με τη συμμετοχή και τη δράση του στους αγώνες του «Νουμά», ίσως γιατί και στη μετέπειτα πορεία του δεν ξεχώρισε τόσο έντονα όσο στα 20 πρώτα χρόνια της ποιητικής σταδιοδρομίας του οπότε και «Ο Νουμάς» βρισκόταν στην ακμή του. Τον συνδέσανε μ' αυτήν την περίοδο και με τα χαρακτηριστικά ορισμένων άλλων συνοδοιπόρων του και τον άφησαν να λησμονηθεί. Εξάλλου, καθυστερημένα κάπως στάθηκε ανάμεσα στους παλιούς, όταν εκείνοι είχαν διαμορφωθεί, και διστακτικά πάλι ακολούθησε τους νεότερούς του, όταν στο μεταξύ οι καιροί είχαν αλλάξει, μολονότι είχε εκδηλώσει απ' το δεύτερο ήδη ποιητικό βιβλίο του φανερές ανανεωτικές τάσεις. Αλλά δεν έμεινε ούτε στην παλιά παράδοση ούτε προχώρησε πιο πολύ στην ανανεωμένη με τους νεότερους. Γι' αυτό κι αποτελεί τελικά μια φυσιογνωμία από κείνες που στέκουν στα ενδιάμεσα στις ιστορίες της λογοτεχνίας και μια περίπτωση ποιητή που δεν ήρθε και δεν έφυγε στον καιρό του.
~
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΚΟΛΦΗΣ: «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ: Δεν προσέχτηκε αρκετά η περίπτωση του Ρήγα Γκόλφη, γνωστού ποιητή και κριτικού στον καιρό του, απ' τους υπέρμαχους του δημοτικισμού κι απ' τους βασικότερους συνεργάτες του περιοδικού «Ο Νουμάς». Δεν προσέχτηκε και δεν μελετήθηκε όπως και όσο θα 'πρεπε, ίσως γιατί συνδέθηκε πάρα πολύ με τη συμμετοχή και τη δράση του στους αγώνες του «Νουμά», ίσως γιατί και στη μετέπειτα πορεία του δεν ξεχώρισε τόσο έντονα όσο στα 20 πρώτα χρόνια της ποιητικής σταδιοδρομίας του οπότε και «Ο Νουμάς» βρισκόταν στην ακμή του. Τον συνδέσανε μ' αυτήν την περίοδο και με τα χαρακτηριστικά ορισμένων άλλων συνοδοιπόρων του και τον άφησαν να λησμονηθεί. Εξάλλου, καθυστερημένα κάπως στάθηκε ανάμεσα στους παλιούς, όταν εκείνοι είχαν διαμορφωθεί, και διστακτικά πάλι ακολούθησε τους νεότερούς του, όταν στο μεταξύ οι καιροί είχαν αλλάξει, μολονότι είχε εκδηλώσει απ' το δεύτερο ήδη ποιητικό βιβλίο του φανερές ανανεωτικές τάσεις. Αλλά δεν έμεινε ούτε στην παλιά παράδοση ούτε προχώρησε πιο πολύ στην ανανεωμένη με τους νεότερους. Γι' αυτό κι αποτελεί τελικά μια φυσιογνωμία από κείνες που στέκουν στα ενδιάμεσα στις ιστορίες της λογοτεχνίας και μια περίπτωση ποιητή που δεν ήρθε και δεν έφυγε στον καιρό του.