Τώρα είσαι μαζί μου στὸ πεδίο τῆς Ἀποκάλυψης
ὅπου μὲ στάχτες πλέον φυσᾶ ὁ βοριάς,
στὸ ἱστορικὸ ἐπίκεντρο τῆς διάλυσης,
καταμεσὶς του κάρβουνου καὶ τῆς σκουριᾶς.
Είδαμε τα σύγχρονα βασίλεια που σαρώθησαν
κι ἀπ’ τοὺς κρατῆρες τῶν βομβαρδισμῶν
τὸ Μέγα Θρῆνο οἱ μάζες ἐξακόντισαν
μέχρι τὶς παρυφὲς τῶν ἄηχων oυρανῶν.
…ένα τοπίο ως πέρα πλήρους ἐρημώσεως…
Μόν’ ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν ξένες πινελιὲς
ἀγριόχορτα, κισσοί, ὅ,τι ὁ φονικὸς ἰὸς
βρῆκε ἀσήμαντο καὶ τ’ ἄφησε ὑγιές.
Μὲ πέτσινο μπουφάν, πλάι στὸ τσιμέντο,
κάποιο λευκό κρανίο μάταια διεκδικεῖ
μὲ τὸν αἰώνιο μορφασμὸ του χαραγμένο
μιὰ εὐκαιρία γιὰ ἐπιστροφὴ στὴ ζωή.
Ἐν ἄγαλμα μιᾶς κόρης ἀπ’ τὰ ἐρείπια
(φέρει βέβαια διαβρωμένη ἐπιγραφὴ)
ἴσως, ἔτσι ὅπως κοιτᾶ θλιμμένα καὶ ἤπια,
νά ‘ναι ἡ Κασσάνδρα ποῦ ‘χει πιὰ ἐπαληθευτεῖ…
Γονατίζω μὲ Τιμὴ κι Εὐγνωμοσύνη!
ποὺ ἐπιτέλους πύρινος καταυγασμὸς
μᾶς ἐπέστρεψε τὰ ἡνία ποὺ ἡ Εὐθύνη
κρατᾶ στὸ ἔμβλημα τῆς Πλάστιγγας ἐμπρός:
Τὰ ἔνστικτα τῆς Φύσεως, ἀπ’ τὰ ὁποία
συντίθεται ὁ Φθόνος κι ἡ Ἀρετή,
ἡ χαλύβδινη ἐκείνη Ἰσορροπία
ποὺ ὁρίζει τὴν πορεία σὲ καθετί.
Ἰδού, πρίγκιπά, ἀτένισε ἕνα γύρω…
κεῖ ὅπου συ γεύεσαι μαῦρο καπνό,
ἐγὼ ἀντ’ αὐτοῦ μεθῶ στ’ ἄχραντο μύρο
θυμιάματος στὸ Ἀπέριττο κι Ἁπλό.
Κεῖ ποὺ μετρᾶς κτιρίων ἀπομεινάρια
καὶ συγκροτήματα ἰσοπεδωμένα,
ἐγὼ ζυγίζω τὰ Ταλώνεια χνάρια
σὲ μία νέα, πιὸ τίμια ἀρένα.
Ἐλεύθεροι ἀπ’ τὴν χάρτινη διχόνοια
καὶ τὴν ὕλη… Πῶς εἴχαμε σκλαβωθεῖ!
Δακρύζεις γιὰ μι’ ἄτεγκτη Θεία Πρόνοια
μά, ἐγὼ βλέπω μονάχα Ἐπιλογή.
Σκοτώσαμε τὸν κύκνο γιὰ τὸ ἄσμα,
ἁπλῶς γιὰ νὰ ἠχογραφηθεῖ.
Μπαζώσαμε τῆς κόλασης τὸ χάσμα
μὲ λαούς, νὰ γίνει τὸ ἔδαφος εὐθύ.
Ἀπ’ τὰ φυλλώματα, στῶν κεραυνῶν τὴ λάμψη
φεγγίσαν τὰ πρόσωπα τῶν κτηνῶν
καὶ τῶν Ἁγίων τ’ ἀγάλματα ἀπ’ τὴ λάσπη
συνέπασχαν σκυφτὰ γιὰ τὸ παρόν…
Τώρα ποὺ τὸ αἷμα ἔπαψε νὰ ρέει
καὶ συνετρίβη κάτω ἡ πόρνη Βαβυλών,
συρθήκαμε ὅσοι μείναμε ἀρουραῖοι
ἀπὸ τοὺς ὑπονόμους τῶν ἐθνῶν
στὸ φῶς, σ’ ἐνα ἀρχιπέλαγος ὀρφάνιας,
ἀπὸ μιὰ νέα Λεμουρία, ἔτος μηδέν.
Εἶχα ὄνειρα νὰ δῶ καὶ νέα λιμάνια
καὶ κάθε φρούριο κατακτηθὲν
νὰ προσπορίζει στ’ ὄνομά μας δόξα, μνεῖες,
σπρώχνοντάς τα λάβαρά μας πρὸς
πολυαριθμότερες ἐκστρατεῖες,
μέχρις ὅτου ἀπὸ ἄγριος συρφετὸς
νὰ γίνουμε ἕνα κράμα. Δυναστεία!
Ὀνειρευόμουν…! Δὲν θὰ ὑπάρξει κὰν
κάτι (ἔστω γιὰ μιὰ εἰκοσαετία)
πλέον νὰ ρημαχτεῖ… ἐρμιὰ τὸ πᾶν.
Ἐδῶ, μὲ κόπο βρίσκουμε καὶ τρῶμε.
Κάποτε, βεβαίως, θὰ ἐξαπλωθοῦν
χωράφια μὲ σπαρτᾶ καὶ ὀπωρῶνες,
πέτρινοι οἰκισμοὶ θὲ νὰ στηθοῦν
μὲ μύλους, ἀχυρῶνες καὶ πλατεῖες·
προεστῶτες μὲ συγκεντρωμένο βιὸς
θὰ χτίσουν τειχισμένες πολιτεῖες…
Μοιραία θὰ ξανακοπεῖ χρυσός.
Καὶ τότε θά ‘ν’ ἡ ὥρα γιὰ τὸ ἀτσάλι!
Διότι ἀφοῦ θὰ ἔχουν ὁδηγηθεῖ
στὰ ἴδια «πολιτισμένα» λάθη πάλι,
δικαίως πάνοπλοι καὶ βλοσυροὶ
θὰ καλπάσετε ὁ καθένας γιὰ νὰ σπείρει
φόνο καὶ βιασμὸ καὶ ἁρπαγή,
τῆς λεηλασίας τὸ πανηγύρι
νὰ βάψει κάθε ἑστία πορφυρή.
Ξέρω ὅτι ὡς τότε θά ‘μαι σκόνη.
Κράτα τη, ὅμως, γιέ μου, τὴ γραμμὴ
του αἵματός μας. Μάθε πῶς σηκώνει
βάρος ὁ ἀρχηγὸς ποὺ ὀρθοτομεῖ.
Ὅτι ἡμῶν ἔσεται ἡ Βασιλεία!
καὶ τὸ σκῆπτρο ποὺ θὰ ὑπερασπιστείς,
σπινθὴρ γεννέσεως μὲς στὰ μαυσωλεῖα,
ὁ σελασφόρος ἄξων πάσης ζωῆς
εἶναι μονάχα τὸ ὑψωμένο Ξίφος.
Στὴ λάμψη του ἐς ἀεὶ θ’ ἀντανακλᾶ
τὴν ὠμότητά του ὁ μέλλων Μύθος·
μ’ αὐτὴν ποὺ χτίζει τὰ ἰδανικά.
Πόσο ἐπώδυνα μετά! ὅμως «Μαθαίνω!»
βρυχᾶται ὁ γρύπας πιὰ χωρὶς φτερά,
«τὸ ράμφος μου στὸν βράχο ἀκονισμένο,
τὰ νύχια μου, ἰδού, πιὸ κοφτερά!
Πίνω τὸ αἷμα μου κι ἀναγεννῶμαι.
Στὴν περηφάνια μοῦ ‘χουν προστεθεῖ
ἡ Λύσσα κι ἡ Ἐκδίκηση ποὺ τρῶνε
σύμπαντα, μέσα σὲ μιὰ στιγμή».
Σου λέω, πλήρης τρόμου, ὅτι Τὸν εἶδα,
ναὶ! καὶ κεῖ στὸν ἔναστρο οὐρανό,
πίσω Του, ὅλο ἄδειαζε ἡ Κλεψύδρα
ἀργὰ τῆς παρανοίας τὸν μυελό
ἀπ’ τὴν χιλιετῆ πυογόνο κύστη
τῆς ἴδιας τῆς Ἱστορικῆς Σαρκός
βαθιὰ μέσα στὸ νοῦ του ὄψιμου Μύστη,
που, τρεμάμενος, δυνάμωνε διαρκῶς
. . .
ἀπαρέγκλιτα ἡ βροντὴ του Ὄντος:
«λάβε, Υἱέ Μου, τὴν ἐπικράτεια αὐτὴ
καὶ εἰσελθέτω Ἀέναον Σκότος,
ἵνα δικαιωθοῦν οἱ ἀνώνυμοι νεκροί.
Κι ὑπὸ τὶς διαταγές Μου νὰ ἐξολοθρεύσεις
πάντα ὅσα πέπρωνται ἐπαχθῆ».
Κτηνωδία- Πειθώ, Διάσπασις- Ζεύξις:
Ὅλα τοῦτα κλείνει τὸ Σπαθί.
Κι ὁ θρίαμβος, σὰν ἀστροχίτων ἕσπερος
κι οἱ δεήσεις, σὰν χειμερινὰ χωριά,
πιάνουν μόνο το ἕνα μέρος
πάνω στὴν Αἰώνια Ζυγαριά.
Μαζί σου στὸ πεδίο του Ἀφάνταστου
μὲ τὰ ἐξιλαστήρια καμμένα ὀστά.
Στὴν περικεφαλαία σου, στὴν κάπα σου
ἵπταται ἡ Πλάστιγγα μπροστά.
ὅπου μὲ στάχτες πλέον φυσᾶ ὁ βοριάς,
στὸ ἱστορικὸ ἐπίκεντρο τῆς διάλυσης,
καταμεσὶς του κάρβουνου καὶ τῆς σκουριᾶς.
Είδαμε τα σύγχρονα βασίλεια που σαρώθησαν
κι ἀπ’ τοὺς κρατῆρες τῶν βομβαρδισμῶν
τὸ Μέγα Θρῆνο οἱ μάζες ἐξακόντισαν
μέχρι τὶς παρυφὲς τῶν ἄηχων oυρανῶν.
…ένα τοπίο ως πέρα πλήρους ἐρημώσεως…
Μόν’ ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν ξένες πινελιὲς
ἀγριόχορτα, κισσοί, ὅ,τι ὁ φονικὸς ἰὸς
βρῆκε ἀσήμαντο καὶ τ’ ἄφησε ὑγιές.
Μὲ πέτσινο μπουφάν, πλάι στὸ τσιμέντο,
κάποιο λευκό κρανίο μάταια διεκδικεῖ
μὲ τὸν αἰώνιο μορφασμὸ του χαραγμένο
μιὰ εὐκαιρία γιὰ ἐπιστροφὴ στὴ ζωή.
Ἐν ἄγαλμα μιᾶς κόρης ἀπ’ τὰ ἐρείπια
(φέρει βέβαια διαβρωμένη ἐπιγραφὴ)
ἴσως, ἔτσι ὅπως κοιτᾶ θλιμμένα καὶ ἤπια,
νά ‘ναι ἡ Κασσάνδρα ποῦ ‘χει πιὰ ἐπαληθευτεῖ…
Γονατίζω μὲ Τιμὴ κι Εὐγνωμοσύνη!
ποὺ ἐπιτέλους πύρινος καταυγασμὸς
μᾶς ἐπέστρεψε τὰ ἡνία ποὺ ἡ Εὐθύνη
κρατᾶ στὸ ἔμβλημα τῆς Πλάστιγγας ἐμπρός:
Τὰ ἔνστικτα τῆς Φύσεως, ἀπ’ τὰ ὁποία
συντίθεται ὁ Φθόνος κι ἡ Ἀρετή,
ἡ χαλύβδινη ἐκείνη Ἰσορροπία
ποὺ ὁρίζει τὴν πορεία σὲ καθετί.
Ἰδού, πρίγκιπά, ἀτένισε ἕνα γύρω…
κεῖ ὅπου συ γεύεσαι μαῦρο καπνό,
ἐγὼ ἀντ’ αὐτοῦ μεθῶ στ’ ἄχραντο μύρο
θυμιάματος στὸ Ἀπέριττο κι Ἁπλό.
Κεῖ ποὺ μετρᾶς κτιρίων ἀπομεινάρια
καὶ συγκροτήματα ἰσοπεδωμένα,
ἐγὼ ζυγίζω τὰ Ταλώνεια χνάρια
σὲ μία νέα, πιὸ τίμια ἀρένα.
Ἐλεύθεροι ἀπ’ τὴν χάρτινη διχόνοια
καὶ τὴν ὕλη… Πῶς εἴχαμε σκλαβωθεῖ!
Δακρύζεις γιὰ μι’ ἄτεγκτη Θεία Πρόνοια
μά, ἐγὼ βλέπω μονάχα Ἐπιλογή.
Σκοτώσαμε τὸν κύκνο γιὰ τὸ ἄσμα,
ἁπλῶς γιὰ νὰ ἠχογραφηθεῖ.
Μπαζώσαμε τῆς κόλασης τὸ χάσμα
μὲ λαούς, νὰ γίνει τὸ ἔδαφος εὐθύ.
Ἀπ’ τὰ φυλλώματα, στῶν κεραυνῶν τὴ λάμψη
φεγγίσαν τὰ πρόσωπα τῶν κτηνῶν
καὶ τῶν Ἁγίων τ’ ἀγάλματα ἀπ’ τὴ λάσπη
συνέπασχαν σκυφτὰ γιὰ τὸ παρόν…
Τώρα ποὺ τὸ αἷμα ἔπαψε νὰ ρέει
καὶ συνετρίβη κάτω ἡ πόρνη Βαβυλών,
συρθήκαμε ὅσοι μείναμε ἀρουραῖοι
ἀπὸ τοὺς ὑπονόμους τῶν ἐθνῶν
στὸ φῶς, σ’ ἐνα ἀρχιπέλαγος ὀρφάνιας,
ἀπὸ μιὰ νέα Λεμουρία, ἔτος μηδέν.
Εἶχα ὄνειρα νὰ δῶ καὶ νέα λιμάνια
καὶ κάθε φρούριο κατακτηθὲν
νὰ προσπορίζει στ’ ὄνομά μας δόξα, μνεῖες,
σπρώχνοντάς τα λάβαρά μας πρὸς
πολυαριθμότερες ἐκστρατεῖες,
μέχρις ὅτου ἀπὸ ἄγριος συρφετὸς
νὰ γίνουμε ἕνα κράμα. Δυναστεία!
Ὀνειρευόμουν…! Δὲν θὰ ὑπάρξει κὰν
κάτι (ἔστω γιὰ μιὰ εἰκοσαετία)
πλέον νὰ ρημαχτεῖ… ἐρμιὰ τὸ πᾶν.
Ἐδῶ, μὲ κόπο βρίσκουμε καὶ τρῶμε.
Κάποτε, βεβαίως, θὰ ἐξαπλωθοῦν
χωράφια μὲ σπαρτᾶ καὶ ὀπωρῶνες,
πέτρινοι οἰκισμοὶ θὲ νὰ στηθοῦν
μὲ μύλους, ἀχυρῶνες καὶ πλατεῖες·
προεστῶτες μὲ συγκεντρωμένο βιὸς
θὰ χτίσουν τειχισμένες πολιτεῖες…
Μοιραία θὰ ξανακοπεῖ χρυσός.
Καὶ τότε θά ‘ν’ ἡ ὥρα γιὰ τὸ ἀτσάλι!
Διότι ἀφοῦ θὰ ἔχουν ὁδηγηθεῖ
στὰ ἴδια «πολιτισμένα» λάθη πάλι,
δικαίως πάνοπλοι καὶ βλοσυροὶ
θὰ καλπάσετε ὁ καθένας γιὰ νὰ σπείρει
φόνο καὶ βιασμὸ καὶ ἁρπαγή,
τῆς λεηλασίας τὸ πανηγύρι
νὰ βάψει κάθε ἑστία πορφυρή.
Ξέρω ὅτι ὡς τότε θά ‘μαι σκόνη.
Κράτα τη, ὅμως, γιέ μου, τὴ γραμμὴ
του αἵματός μας. Μάθε πῶς σηκώνει
βάρος ὁ ἀρχηγὸς ποὺ ὀρθοτομεῖ.
Ὅτι ἡμῶν ἔσεται ἡ Βασιλεία!
καὶ τὸ σκῆπτρο ποὺ θὰ ὑπερασπιστείς,
σπινθὴρ γεννέσεως μὲς στὰ μαυσωλεῖα,
ὁ σελασφόρος ἄξων πάσης ζωῆς
εἶναι μονάχα τὸ ὑψωμένο Ξίφος.
Στὴ λάμψη του ἐς ἀεὶ θ’ ἀντανακλᾶ
τὴν ὠμότητά του ὁ μέλλων Μύθος·
μ’ αὐτὴν ποὺ χτίζει τὰ ἰδανικά.
Πόσο ἐπώδυνα μετά! ὅμως «Μαθαίνω!»
βρυχᾶται ὁ γρύπας πιὰ χωρὶς φτερά,
«τὸ ράμφος μου στὸν βράχο ἀκονισμένο,
τὰ νύχια μου, ἰδού, πιὸ κοφτερά!
Πίνω τὸ αἷμα μου κι ἀναγεννῶμαι.
Στὴν περηφάνια μοῦ ‘χουν προστεθεῖ
ἡ Λύσσα κι ἡ Ἐκδίκηση ποὺ τρῶνε
σύμπαντα, μέσα σὲ μιὰ στιγμή».
Σου λέω, πλήρης τρόμου, ὅτι Τὸν εἶδα,
ναὶ! καὶ κεῖ στὸν ἔναστρο οὐρανό,
πίσω Του, ὅλο ἄδειαζε ἡ Κλεψύδρα
ἀργὰ τῆς παρανοίας τὸν μυελό
ἀπ’ τὴν χιλιετῆ πυογόνο κύστη
τῆς ἴδιας τῆς Ἱστορικῆς Σαρκός
βαθιὰ μέσα στὸ νοῦ του ὄψιμου Μύστη,
που, τρεμάμενος, δυνάμωνε διαρκῶς
. . .
ἀπαρέγκλιτα ἡ βροντὴ του Ὄντος:
«λάβε, Υἱέ Μου, τὴν ἐπικράτεια αὐτὴ
καὶ εἰσελθέτω Ἀέναον Σκότος,
ἵνα δικαιωθοῦν οἱ ἀνώνυμοι νεκροί.
Κι ὑπὸ τὶς διαταγές Μου νὰ ἐξολοθρεύσεις
πάντα ὅσα πέπρωνται ἐπαχθῆ».
Κτηνωδία- Πειθώ, Διάσπασις- Ζεύξις:
Ὅλα τοῦτα κλείνει τὸ Σπαθί.
Κι ὁ θρίαμβος, σὰν ἀστροχίτων ἕσπερος
κι οἱ δεήσεις, σὰν χειμερινὰ χωριά,
πιάνουν μόνο το ἕνα μέρος
πάνω στὴν Αἰώνια Ζυγαριά.
Μαζί σου στὸ πεδίο του Ἀφάνταστου
μὲ τὰ ἐξιλαστήρια καμμένα ὀστά.
Στὴν περικεφαλαία σου, στὴν κάπα σου
ἵπταται ἡ Πλάστιγγα μπροστά.
~
Δημοσιευμένο με την άδεια του ποιητή
Ο Αργύρης Ωρίωνα Χριστομάγνος γεννήθηκε το 1980 στα Καλάβρυτα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Limited Edition MMXVII aD." από τις Εκδόσεις Ελίκρανον (2017), "2ος Νόμος" από τις Εκδόσεις Andy's (2018), "Οι Νέοι Θεοί" από Ελίκρανον (2020), "The Songs Of Soul Invictus" από τις Εκδόσεις της Amazon (2020), "Και Άλλες Σκανταλιές" από Ελίκρανον (2021) και ένα πεζό, το "Μεταλιθικό Μανιφέστο" από Ελίκρανον (2020), μεταφρασμένο και στα Αγγλικά (εκδ. Amazon). To 2020 τιμήθηκε με βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό για το ποίημα "Οι Περήφανοι, Οι Λίγοι, Οι Δυνατοί". Παραμένοντας πιστός και φανατικός χεβυμεταλλάς, από το 1998 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Δημοσιευμένο με την άδεια του ποιητή
Ο Αργύρης Ωρίωνα Χριστομάγνος γεννήθηκε το 1980 στα Καλάβρυτα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Limited Edition MMXVII aD." από τις Εκδόσεις Ελίκρανον (2017), "2ος Νόμος" από τις Εκδόσεις Andy's (2018), "Οι Νέοι Θεοί" από Ελίκρανον (2020), "The Songs Of Soul Invictus" από τις Εκδόσεις της Amazon (2020), "Και Άλλες Σκανταλιές" από Ελίκρανον (2021) και ένα πεζό, το "Μεταλιθικό Μανιφέστο" από Ελίκρανον (2020), μεταφρασμένο και στα Αγγλικά (εκδ. Amazon). To 2020 τιμήθηκε με βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό για το ποίημα "Οι Περήφανοι, Οι Λίγοι, Οι Δυνατοί". Παραμένοντας πιστός και φανατικός χεβυμεταλλάς, από το 1998 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.