Oμορφονιός αγάπησε όμορφη παντρεμένη
και εχαίρονταν στον έρωτα και στην γλυκιάν αγάπη.
Πλην πίκρα στη ξεφάντωση έμελλε να φυτρώσει.
O άνδρας ο βαριόμοιρος την προδοσιά λογιάζει
και παίρνει τους συντρόφους του και πάει να τους πλακώσει.
Ήβρε τους και ξεφάντωναν γλυκά στο μεσονύχτι
και είχανε στρώμα τη δροσιά και φωτερό τ' αστέρια.
O άνδρας την γυναίκα του αλύπητα σκοτώνει,
αιμάτωσε τα χέρια του στα στήθη που εφιλούσε.
Tον εραστήν επιάσανε οι 'πίλοιποι συντρόφοι
και ήφεραν άτι άγριο, βρεμένο μες στους λόγγους,
σαράντα το κρατούσανε τ' άλογο τ' αψιασμένο
και σαν θεριό χλιμίτριζε στα ζάλα που επατούσε.
Tον δόλιο τον ομορφονιό στ' άλογο τον εδέσαν
και έπειτα το βαρέσανε να φύγει, να μανίσει.
Για πέντε ημερόνυχτα τ' άλογο πορπατούσε,
δεν επορπάτιε, μα 'φευγε σαν του βουνού ξεφτέρι,
ποτάμια, λόγγους έσκισε και ράχες και λαγκάδια,
οι σάρκες ματωθήκανε του δόλιου καβελάρη.
Tου ήλιου στο βασίλεμα της πέμτης της ημέρας
το άλογο εγονάτισε και πέφτει αποθαμμένο,
και άψυχος τού κείτεται απάνου ο καβελάρης,
και άγρια πουλιά μαζώχτηκαν να φάνε τα κορμιά τους.
Διαβάτες επερνούσανε εκείνηνε την ώρα
"ελάτε να τον θάψουμε αυτόν τον πεθαμένο,
μην τόνε φάνε τα πουλιά και ημείς κριματιστούμε".
Kι εκεί οπού του λυούσανε τα έρημα δεσμά του,
ο νιος βαριαναστέναξε, ανοιγοκλεί τα χείλη.
Tον πήρανε, τον γιάτρεψαν απ' την κακοπορία,
και βασιλιάς εγίνηκε σ' εκείνα τα λημέρια,
και δέκα χρόνους έκαμε ασκέρια να μαζώνει,
τα μάζωξε, τα σύναξε, τα 'καμε οχτώ χιλιάδες
και επήγε να εγδικηθεί απάνου στους εχθρούς του.
Φλόγα σαρανταήμερη έκαψε τα χωριά τους,
το βρέφος δεν εγλύτωσε της μάνας στη γαστέρα,
και όσοι διαβάτες και αν περνούν απ' τα καημένα μέρη,
ποτέ δεν θα λογιάσουνε πως άνδρες λημεριάζαν,
μόνε πως λόγγοι ήτανε και φίδια εκατοικούσαν.
Πλην λίγο ο νιος εχάρηκε την γδίκηση που πήρε.
Γοργά και αυτός επάτησε στ' αχνάρια του θανάτου.
Στον άδην αγκαλιάστηκε με την αγαπητή του,
και ως το παιδί βαπτίζεται στην κρύα κολυμπήθρα,
έτζι τους δυο στην κόλαση φλόγα τους περιζώνει.
και εχαίρονταν στον έρωτα και στην γλυκιάν αγάπη.
Πλην πίκρα στη ξεφάντωση έμελλε να φυτρώσει.
O άνδρας ο βαριόμοιρος την προδοσιά λογιάζει
και παίρνει τους συντρόφους του και πάει να τους πλακώσει.
Ήβρε τους και ξεφάντωναν γλυκά στο μεσονύχτι
και είχανε στρώμα τη δροσιά και φωτερό τ' αστέρια.
O άνδρας την γυναίκα του αλύπητα σκοτώνει,
αιμάτωσε τα χέρια του στα στήθη που εφιλούσε.
Tον εραστήν επιάσανε οι 'πίλοιποι συντρόφοι
και ήφεραν άτι άγριο, βρεμένο μες στους λόγγους,
σαράντα το κρατούσανε τ' άλογο τ' αψιασμένο
και σαν θεριό χλιμίτριζε στα ζάλα που επατούσε.
Tον δόλιο τον ομορφονιό στ' άλογο τον εδέσαν
και έπειτα το βαρέσανε να φύγει, να μανίσει.
Για πέντε ημερόνυχτα τ' άλογο πορπατούσε,
δεν επορπάτιε, μα 'φευγε σαν του βουνού ξεφτέρι,
ποτάμια, λόγγους έσκισε και ράχες και λαγκάδια,
οι σάρκες ματωθήκανε του δόλιου καβελάρη.
Tου ήλιου στο βασίλεμα της πέμτης της ημέρας
το άλογο εγονάτισε και πέφτει αποθαμμένο,
και άψυχος τού κείτεται απάνου ο καβελάρης,
και άγρια πουλιά μαζώχτηκαν να φάνε τα κορμιά τους.
Διαβάτες επερνούσανε εκείνηνε την ώρα
"ελάτε να τον θάψουμε αυτόν τον πεθαμένο,
μην τόνε φάνε τα πουλιά και ημείς κριματιστούμε".
Kι εκεί οπού του λυούσανε τα έρημα δεσμά του,
ο νιος βαριαναστέναξε, ανοιγοκλεί τα χείλη.
Tον πήρανε, τον γιάτρεψαν απ' την κακοπορία,
και βασιλιάς εγίνηκε σ' εκείνα τα λημέρια,
και δέκα χρόνους έκαμε ασκέρια να μαζώνει,
τα μάζωξε, τα σύναξε, τα 'καμε οχτώ χιλιάδες
και επήγε να εγδικηθεί απάνου στους εχθρούς του.
Φλόγα σαρανταήμερη έκαψε τα χωριά τους,
το βρέφος δεν εγλύτωσε της μάνας στη γαστέρα,
και όσοι διαβάτες και αν περνούν απ' τα καημένα μέρη,
ποτέ δεν θα λογιάσουνε πως άνδρες λημεριάζαν,
μόνε πως λόγγοι ήτανε και φίδια εκατοικούσαν.
Πλην λίγο ο νιος εχάρηκε την γδίκηση που πήρε.
Γοργά και αυτός επάτησε στ' αχνάρια του θανάτου.
Στον άδην αγκαλιάστηκε με την αγαπητή του,
και ως το παιδί βαπτίζεται στην κρύα κολυμπήθρα,
έτζι τους δυο στην κόλαση φλόγα τους περιζώνει.
~
στο βιβλίο Γεώργιος Τερτσέτης Τα ποιήματα, εκδ. Διάνυσμα, 2014
πηγή
Ο Γεώργιος Τερτσέτης, δικαστικός και νομικός, γιος του Ναθαναήλ Τερτσέτη και της Κατερίνας Στρούντζα, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1800. Η οικογένειά του καταγόταν από τη Μασσαλία και θρησκευτικά ανήκε στο ρωμαιοκαθολικισμό. Πρώτος δάσκαλός του στάθηκε ο ιερέας Lorenzo di Remo. Σπούδασε νομικά στη Μπολώνια και την Πάντοβα, όπου παρακολούθησε επίσης μαθήματα ιταλικής φιλολογίας και εντάχθηκε στο κίνημα του καρμποναρισμού. Όταν επέστρεψε στον ελλαδικό χώρο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στάλθηκε στην Πελοπόννησο για την οργάνωση του Αγώνα, επέστρεψε όμως σύντομα για λόγους υγείας στη Ζάκυνθο, όπου ήρθε σ’ επαφή με το Μάρκο Μπότσαρη και τον κύκλο του Σολωμού. Την περίοδο του Καποδίστρια πολέμησε στη δυτική Ρούμελη και από το 1832 καθηγητής γαλλικών και ιστορίας στο προκαταρκτικό σχολείο και αργότερα καθηγητής στρατιωτικής ιστορίας στη στρατιωτική σχολή του Ναυπλίου. Το 1833 έγραψε το ποίημα Το φίλημα, αφιερωμένο στον Όθωνα, σε γλώσσα εμπνευσμένη από το δημοτικό τραγούδι. Ήταν ένας από τους δικαστές του Κολοκοτρώνη στη δίκη του Ναυπλίου (1834) και κατόπιν άρνησής του να υπογράψει την καταδικαστική απόφαση διώχθηκε από το αξίωμά του και παραπέμφθηκε σε δίκη, όπου αθωώθηκε μετά τη γνωστή απολογία του. Παραιτήθηκε ωστόσο κι έφυγε για το Παρίσι, όπου έμεινε ως το 1844. Εκεί συνδέθηκε με το Φλωριέλ, τον Γκιζώ και άλλους. Γύρισε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αρχειοφύλακας της Βουλής των Ελλήνων. Το 1847 δημοσίευσε την ποιητική συλλογή Απλή γλώσσα με ποιήματα δικά του και άλλων και το 1856 δύο μεγάλα σε έκταση ποιήματα με τίτλους Οι γάμοι του μεγάλου Αλεξάνδρου και Κορίννα και Πίνδαρος. Άλλα έργα του: La morte di Socrate (δράμα), διάφορα πεζά, ποιήματα, λόγοι, διαλέξεις μια κωμωδία του 1858 και μεταφράσεις (του Πλατωνικού Κρίτωνος κ.α.). Το 1861 ταξίδεψε στην Ιταλία ως απεσταλμένος του Όθωνα και το 1866 στην Ευρώπη απεσταλμένος της ελληνικής κυβερνήσεως, με αφορμή την επανάσταση στην Κρήτη. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού παντρεύτηκε στο Παρίσι τη γαλλίδα λογογράφο Adelαide Germain. Ο Τερτσέτης είναι γνωστός κυρίως για τα απομνημονεύματα που συνέγραψε καθ' υπαγόρευση, ιδιαίτερα εκείνα του Κολοκοτρώνη, αλλά και του Νικηταρά και άλλων αγωνιστών. Στα ποιητικά του έργα είναι εμφανής η σολωμική επίδραση, καθώς και επιδράσεις από το δημοτικό τραγούδι. Ο Τερτσέτης στάθηκε ένας από τους λόγιους που συνέδεσαν την Επτανησιακή Σχολή με την Α΄ Αθηναϊκή. Πέθανε το 1873 στην Αθήνα. πηγή /Βιβλιογραφία / Εργογραφία
στο βιβλίο Γεώργιος Τερτσέτης Τα ποιήματα, εκδ. Διάνυσμα, 2014
πηγή
Ο Γεώργιος Τερτσέτης, δικαστικός και νομικός, γιος του Ναθαναήλ Τερτσέτη και της Κατερίνας Στρούντζα, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1800. Η οικογένειά του καταγόταν από τη Μασσαλία και θρησκευτικά ανήκε στο ρωμαιοκαθολικισμό. Πρώτος δάσκαλός του στάθηκε ο ιερέας Lorenzo di Remo. Σπούδασε νομικά στη Μπολώνια και την Πάντοβα, όπου παρακολούθησε επίσης μαθήματα ιταλικής φιλολογίας και εντάχθηκε στο κίνημα του καρμποναρισμού. Όταν επέστρεψε στον ελλαδικό χώρο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στάλθηκε στην Πελοπόννησο για την οργάνωση του Αγώνα, επέστρεψε όμως σύντομα για λόγους υγείας στη Ζάκυνθο, όπου ήρθε σ’ επαφή με το Μάρκο Μπότσαρη και τον κύκλο του Σολωμού. Την περίοδο του Καποδίστρια πολέμησε στη δυτική Ρούμελη και από το 1832 καθηγητής γαλλικών και ιστορίας στο προκαταρκτικό σχολείο και αργότερα καθηγητής στρατιωτικής ιστορίας στη στρατιωτική σχολή του Ναυπλίου. Το 1833 έγραψε το ποίημα Το φίλημα, αφιερωμένο στον Όθωνα, σε γλώσσα εμπνευσμένη από το δημοτικό τραγούδι. Ήταν ένας από τους δικαστές του Κολοκοτρώνη στη δίκη του Ναυπλίου (1834) και κατόπιν άρνησής του να υπογράψει την καταδικαστική απόφαση διώχθηκε από το αξίωμά του και παραπέμφθηκε σε δίκη, όπου αθωώθηκε μετά τη γνωστή απολογία του. Παραιτήθηκε ωστόσο κι έφυγε για το Παρίσι, όπου έμεινε ως το 1844. Εκεί συνδέθηκε με το Φλωριέλ, τον Γκιζώ και άλλους. Γύρισε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αρχειοφύλακας της Βουλής των Ελλήνων. Το 1847 δημοσίευσε την ποιητική συλλογή Απλή γλώσσα με ποιήματα δικά του και άλλων και το 1856 δύο μεγάλα σε έκταση ποιήματα με τίτλους Οι γάμοι του μεγάλου Αλεξάνδρου και Κορίννα και Πίνδαρος. Άλλα έργα του: La morte di Socrate (δράμα), διάφορα πεζά, ποιήματα, λόγοι, διαλέξεις μια κωμωδία του 1858 και μεταφράσεις (του Πλατωνικού Κρίτωνος κ.α.). Το 1861 ταξίδεψε στην Ιταλία ως απεσταλμένος του Όθωνα και το 1866 στην Ευρώπη απεσταλμένος της ελληνικής κυβερνήσεως, με αφορμή την επανάσταση στην Κρήτη. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού παντρεύτηκε στο Παρίσι τη γαλλίδα λογογράφο Adelαide Germain. Ο Τερτσέτης είναι γνωστός κυρίως για τα απομνημονεύματα που συνέγραψε καθ' υπαγόρευση, ιδιαίτερα εκείνα του Κολοκοτρώνη, αλλά και του Νικηταρά και άλλων αγωνιστών. Στα ποιητικά του έργα είναι εμφανής η σολωμική επίδραση, καθώς και επιδράσεις από το δημοτικό τραγούδι. Ο Τερτσέτης στάθηκε ένας από τους λόγιους που συνέδεσαν την Επτανησιακή Σχολή με την Α΄ Αθηναϊκή. Πέθανε το 1873 στην Αθήνα. πηγή /Βιβλιογραφία / Εργογραφία




(1).jpg)
.png)
