Σαν γάτα, σε θέλω, ανάσκελη
με κοιλιά αναθρώσκουσα σε θέλω,
νιαουρίζοντας μέσα απ’ τη ματιά σου,
μέσα από τούτον τον έρωτα-κλουβί
τον βίαιο
τον γεμάτο γρατζουνίσματα
σαν σε νύχτα με φεγγάρι
σαν δυο γατιά ερωτευμένα
που τον έρωτά τους ομιλούν στις στέγες
ζευγαρώνοντας με λυγμούς και με κραυγές
μ’ αισχρόλογα, χαμόγελα και δάκρυα
(από εκείνα που κάνουν το κορμί ν’ αναρριγά από χαρά)
Σαν γάτα, σε θέλω, ανάσκελη
κι απ’ τη φυγή με υπερασπίζω,
τη λιποταξία απ’ τη μάχη,
από αδιέξοδα και νύχτες δίχως να μιλούμε,
αυτόν τον έρωτα που με ζαλίζει,
που γύρη με γεμίζει,
γονιμότητα
και πισώπλατα τη μέρα μ’ ακολουθεί
προκαλώντας μου ρίγη.
Δεν φεύγω, να φύγω δεν θέλω, να σ’ αφήσω,
στα κρυφά σε ψάχνω
γουργουρίζοντας,
σε ψάχνω ξεμυτίζοντας πίσω απ’ τον καναπέ,
πηδώντας πάνω στο στρώμα σου,
λυκνίζοντας την ουρά μου στα μάτια σου μπροστά,
σε ψάχνω με τα τεντώματά μου πάνω στο χαλί,
φορώντας τα γυαλιά για να διαβάσω
βιβλία οικιακής οικονομίας
να μην γυρνώ αλλοπαρμένη και το σπίτι να ξέρω να διοικώ,
φαγητό να μαγειρεύω
και τα δωμάτια να συγυρίζω
ώστε δίχως σκόνη ν’ αγαπιόμαστε και δίχως αταξία,
ν’ αγαπιόμαστε τακτοποιημένα,
τάξη βάζοντας σε τούτο το χάος
επανάστασης, δουλειάς και έρωτα,
σε κατάλληλο χρόνο κι ακατάλληλο,
τη νύχτα, τα χαράματα,
στο μπάνιο,
γελώντας εμείς, ίδιοι γατιά εξημερωμένα,
γλείφοντας τις μουσούδες μας σαν γατιά υπερήλικα, κουρασμένα
απ’ το διάβασμα της εφημερίδας στα πόδια του καναπέ.
Σαν γάτα, σε θέλω, ευγνωμονούσα,
παχειά απ’ την προσοχή και τα χάδια τα πολλά,
σαν γάτα, σε θέλω, ισχνή
καταδιωκόμενη, κλαψιάρα,
σαν γάτα σε θέλω, έρωτά μου,
σαν γάτα, Τζιοκόντα,
σαν γυναίκα,
σε θέλω.
με κοιλιά αναθρώσκουσα σε θέλω,
νιαουρίζοντας μέσα απ’ τη ματιά σου,
μέσα από τούτον τον έρωτα-κλουβί
τον βίαιο
τον γεμάτο γρατζουνίσματα
σαν σε νύχτα με φεγγάρι
σαν δυο γατιά ερωτευμένα
που τον έρωτά τους ομιλούν στις στέγες
ζευγαρώνοντας με λυγμούς και με κραυγές
μ’ αισχρόλογα, χαμόγελα και δάκρυα
(από εκείνα που κάνουν το κορμί ν’ αναρριγά από χαρά)
Σαν γάτα, σε θέλω, ανάσκελη
κι απ’ τη φυγή με υπερασπίζω,
τη λιποταξία απ’ τη μάχη,
από αδιέξοδα και νύχτες δίχως να μιλούμε,
αυτόν τον έρωτα που με ζαλίζει,
που γύρη με γεμίζει,
γονιμότητα
και πισώπλατα τη μέρα μ’ ακολουθεί
προκαλώντας μου ρίγη.
Δεν φεύγω, να φύγω δεν θέλω, να σ’ αφήσω,
στα κρυφά σε ψάχνω
γουργουρίζοντας,
σε ψάχνω ξεμυτίζοντας πίσω απ’ τον καναπέ,
πηδώντας πάνω στο στρώμα σου,
λυκνίζοντας την ουρά μου στα μάτια σου μπροστά,
σε ψάχνω με τα τεντώματά μου πάνω στο χαλί,
φορώντας τα γυαλιά για να διαβάσω
βιβλία οικιακής οικονομίας
να μην γυρνώ αλλοπαρμένη και το σπίτι να ξέρω να διοικώ,
φαγητό να μαγειρεύω
και τα δωμάτια να συγυρίζω
ώστε δίχως σκόνη ν’ αγαπιόμαστε και δίχως αταξία,
ν’ αγαπιόμαστε τακτοποιημένα,
τάξη βάζοντας σε τούτο το χάος
επανάστασης, δουλειάς και έρωτα,
σε κατάλληλο χρόνο κι ακατάλληλο,
τη νύχτα, τα χαράματα,
στο μπάνιο,
γελώντας εμείς, ίδιοι γατιά εξημερωμένα,
γλείφοντας τις μουσούδες μας σαν γατιά υπερήλικα, κουρασμένα
απ’ το διάβασμα της εφημερίδας στα πόδια του καναπέ.
Σαν γάτα, σε θέλω, ευγνωμονούσα,
παχειά απ’ την προσοχή και τα χάδια τα πολλά,
σαν γάτα, σε θέλω, ισχνή
καταδιωκόμενη, κλαψιάρα,
σαν γάτα σε θέλω, έρωτά μου,
σαν γάτα, Τζιοκόντα,
σαν γυναίκα,
σε θέλω.
~
μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Η Τζιοκόντα Μπέλι (1948) είναι Νικαραγουανή ποιήτρια, μυθιστοριογράφος και πολιτική ακτιβίστρια, ιταλικής καταγωγής. Συμμετείχε στη Νικαραγουανή Επανάσταση σε νεαρή ηλικία και κατείχε σημαντικά αξιώματα στο επαναστατικό κόμμα των Σαντινίστας, απ’ το οποίο όμως απεχώρησε το 1993 λόγω διαφωνίας με τον χαρακτήρα που αυτό είχε αποκτήσει, μα και για ν’ αφιερωθεί στη συγγραφή. Η ποίηση και τα μυθιστορήματά της έχουν βραβευθεί επανειλημμένα, και η ίδια θεωρείται απ’ τους σημαντικότερους συγγραφείς της κεντρικής Αμερικής. Είναι παντρεμένη κι έχει τέσσερα παιδιά.