Δεν θα ’θελα να τα τινάξω
πριν να δω
τα μαύρα μεξικάνικα σκυλιά
που έχουν ύπνο δίχως όνειρα
τις αδηφάγες τροπικές
γυμνόκωλες μαϊμούδες
τις αργυρές αράχνες
Δεν θα ’θελα να τα τινάξω
πριν να μάθω
αν το φεγγάρι κάτω
έχει μιαν άλλη – πιο αιχμηρή – πλευρά
αν είναι ο ήλιος κρύος πραγματικά
αν είναι τέσσερεις
οι τέσσερεις – που λένε – εποχές
πριν δοκιμάσω
να φορέσω ένα μανδύα επίσημο
στις αχανείς ετούτες λεωφόρους
προτού να δω προσεχτικά
μέσ’ από σκάρα υπονόμου
Δεν θα ’θελα να τα τινάξω
πριν να μάθω
τι είν’ η λέπρα
και οι εφτά αρρώστιες
που αρπάζεις κάτω εκεί
και το καλό και το κακό
δεν θα μου ήταν βάρος
αν ήξερα αν ήξερα
πως δεν θα ζημιωθώ
και πως μαζί θα βρίσκεται
το κάθε τι που γνώρισα
το κάθε τι που γνώρισα
που ξέρω
που μ’ αρέσει
ο πράσινος θαλασσινός βυθός
όπου χορεύουν φύκια
πάνω σε αμμο-κύματα
το χόρτο το ξερό του Ιουνίου
η γη που τρίζει
η μυρωδιά του πεύκου
και τα φιλιά εκείνης
και το ’να και τ’ άλλο
κι η όμορφη αρκουδίτσα μου
η Ούρσουλα
Δεν θα ’θελα να τα τινάξω πριν
χαρώ το στόμα της
με το δικό μου στόμα
το σώμα της
μ’ αυτά τα δυο μου χέρια
κι ό,τι απομείνει ακόμα
με τα μάτια μου
αυτό θα μου ’ταν αρκετό
Όμως δεν θα ’θελα να τα τινάξω πριν
βρεθούν τα αιώνια ρόδα
η μέρα των δύο ωρών
η θάλασσα που είναι στο βουνό
και το βουνό στη θάλασσα
οι εφημερίδες οι έγχρωμες
η ευτυχία όλων των παιδιών
και άλλα πολλά που μένουνε σε νάρκη
μέσ’ στο μυαλό
των πολυμήχανων μηχανικών
των καλοκάγαθων καλλιεργητών
των πληκτικών πολιτικών
των διανοούμενων διανοητών
έχω ακόμα πράματα να δω
ν’ ακούσω, να ’βρω
τόσο καιρό καρτερώ
να ψάχνω μες στο μαύρο.
Ωστόσο, νά που έρχεται
το τέλος
σα στραβοπόδης βάτραχος
με τα γουργουρητά του
με τ’ ανοιγμένο στόμα του
ζητώντας
να χωθώ
στην αγκαλιά του.
Δεν θα ’θελα να τα τινάξω
κύριέ μου
δεν θα ’θελα
κυρία μου
πριν δοκιμάσω
αυτή τη γεύση
που πολύ μ’ αναστατώνει
τη γεύση
την πιο δυνατή
δεν θα ’θελα να τα τινάξω πριν
τη γεύση δοκιμάσω
του θανάτου…
πριν να δω
τα μαύρα μεξικάνικα σκυλιά
που έχουν ύπνο δίχως όνειρα
τις αδηφάγες τροπικές
γυμνόκωλες μαϊμούδες
τις αργυρές αράχνες
Δεν θα ’θελα να τα τινάξω
πριν να μάθω
αν το φεγγάρι κάτω
έχει μιαν άλλη – πιο αιχμηρή – πλευρά
αν είναι ο ήλιος κρύος πραγματικά
αν είναι τέσσερεις
οι τέσσερεις – που λένε – εποχές
πριν δοκιμάσω
να φορέσω ένα μανδύα επίσημο
στις αχανείς ετούτες λεωφόρους
προτού να δω προσεχτικά
μέσ’ από σκάρα υπονόμου
Δεν θα ’θελα να τα τινάξω
πριν να μάθω
τι είν’ η λέπρα
και οι εφτά αρρώστιες
που αρπάζεις κάτω εκεί
και το καλό και το κακό
δεν θα μου ήταν βάρος
αν ήξερα αν ήξερα
πως δεν θα ζημιωθώ
και πως μαζί θα βρίσκεται
το κάθε τι που γνώρισα
το κάθε τι που γνώρισα
που ξέρω
που μ’ αρέσει
ο πράσινος θαλασσινός βυθός
όπου χορεύουν φύκια
πάνω σε αμμο-κύματα
το χόρτο το ξερό του Ιουνίου
η γη που τρίζει
η μυρωδιά του πεύκου
και τα φιλιά εκείνης
και το ’να και τ’ άλλο
κι η όμορφη αρκουδίτσα μου
η Ούρσουλα
Δεν θα ’θελα να τα τινάξω πριν
χαρώ το στόμα της
με το δικό μου στόμα
το σώμα της
μ’ αυτά τα δυο μου χέρια
κι ό,τι απομείνει ακόμα
με τα μάτια μου
αυτό θα μου ’ταν αρκετό
Όμως δεν θα ’θελα να τα τινάξω πριν
βρεθούν τα αιώνια ρόδα
η μέρα των δύο ωρών
η θάλασσα που είναι στο βουνό
και το βουνό στη θάλασσα
οι εφημερίδες οι έγχρωμες
η ευτυχία όλων των παιδιών
και άλλα πολλά που μένουνε σε νάρκη
μέσ’ στο μυαλό
των πολυμήχανων μηχανικών
των καλοκάγαθων καλλιεργητών
των πληκτικών πολιτικών
των διανοούμενων διανοητών
έχω ακόμα πράματα να δω
ν’ ακούσω, να ’βρω
τόσο καιρό καρτερώ
να ψάχνω μες στο μαύρο.
Ωστόσο, νά που έρχεται
το τέλος
σα στραβοπόδης βάτραχος
με τα γουργουρητά του
με τ’ ανοιγμένο στόμα του
ζητώντας
να χωθώ
στην αγκαλιά του.
Δεν θα ’θελα να τα τινάξω
κύριέ μου
δεν θα ’θελα
κυρία μου
πριν δοκιμάσω
αυτή τη γεύση
που πολύ μ’ αναστατώνει
τη γεύση
την πιο δυνατή
δεν θα ’θελα να τα τινάξω πριν
τη γεύση δοκιμάσω
του θανάτου…