Κι ο Αλμουσταφά έμεινε σιωπηλός, και
κοίταξε πέρα προς τους λόφους και προς τους
απέραντους αιθέρες, κι ήταν μια αμάχη στη
σιωπή του. Ύστερα είπε: «Φίλοι μου και συνοδοιπό-
ροι μου, να λυπάστε το έθνος που είναι γεμά-
το πίστη κι άδειο από θρησκεία.
Να λυπάστε το έθνος που φορά ένα ρούχο
που δεν το έχει υφάνει, που τρώει ψωμί που
κοίταξε πέρα προς τους λόφους και προς τους
απέραντους αιθέρες, κι ήταν μια αμάχη στη
σιωπή του. Ύστερα είπε: «Φίλοι μου και συνοδοιπό-
ροι μου, να λυπάστε το έθνος που είναι γεμά-
το πίστη κι άδειο από θρησκεία.
Να λυπάστε το έθνος που φορά ένα ρούχο
που δεν το έχει υφάνει, που τρώει ψωμί που
δεν το έχει θερίσει και πίνει κρασί που δεν
έχει τρέξει από το πατητήρι του.
Να λυπάστε το έθνος που ονομάζει το βίαιο
άνθρωπο ήρωα, και βλέπει το λαμπροφορε-
μένο κατακτητή γενναιόδωρο.
Να λυπάστε το έθνος που περιφρονεί το
πάθος στ' όνειρό του, κι ωστόσο γίνεται σκλά-
βος του στον ξύπνιο του.
Να λυπάστε το έθνος που δεν υψώνει τη
φωνή του παρά μόνο σα βρίσκεται σε κηδεία.
δεν περηφανεύεται παρά μονάχα σα βρίσκεται
μέσα στ' αρχαία μνημεία του, και δεν ξεσηκώ-
νεται παρά μονάχα όταν ο λαιμός του βρίσκε-
ται ανάμεσα στο σπαθί και στην πέτρα.
Να λυπάστε το έθνος που ο κυβερνήτης
του είναι αλεπού, ο φιλόσοφός του ταχυδακτυ-
λουργός, και η τέχνη του, τέχνη μπαλώματος
και μιμικής.
Να λυπάστε το έθνος που υποδέχεται τον
καινούργιο κυβερνήτη του με σαλπίσματα και
τον αποχαιρετά με γιουχαίσματα, για να κα-
λωσορίσει και πάλι κάποιον άλλο με σαλ-
πίσματα.
Να λυπάστε το έθνος που οι σοφοί του
είναι βουβοί από τα χρόνια και που οι δυνατοί
του άντρες ακόμα στην κούνια.
Να λυπάστε το έθνος που είναι χωρισμένο
σε κομμάτια, και που κάθε κομμάτι
θεωρεί τον εαυτό του ένα έθνος.»
έχει τρέξει από το πατητήρι του.
Να λυπάστε το έθνος που ονομάζει το βίαιο
άνθρωπο ήρωα, και βλέπει το λαμπροφορε-
μένο κατακτητή γενναιόδωρο.
Να λυπάστε το έθνος που περιφρονεί το
πάθος στ' όνειρό του, κι ωστόσο γίνεται σκλά-
βος του στον ξύπνιο του.
Να λυπάστε το έθνος που δεν υψώνει τη
φωνή του παρά μόνο σα βρίσκεται σε κηδεία.
δεν περηφανεύεται παρά μονάχα σα βρίσκεται
μέσα στ' αρχαία μνημεία του, και δεν ξεσηκώ-
νεται παρά μονάχα όταν ο λαιμός του βρίσκε-
ται ανάμεσα στο σπαθί και στην πέτρα.
Να λυπάστε το έθνος που ο κυβερνήτης
του είναι αλεπού, ο φιλόσοφός του ταχυδακτυ-
λουργός, και η τέχνη του, τέχνη μπαλώματος
και μιμικής.
Να λυπάστε το έθνος που υποδέχεται τον
καινούργιο κυβερνήτη του με σαλπίσματα και
τον αποχαιρετά με γιουχαίσματα, για να κα-
λωσορίσει και πάλι κάποιον άλλο με σαλ-
πίσματα.
Να λυπάστε το έθνος που οι σοφοί του
είναι βουβοί από τα χρόνια και που οι δυνατοί
του άντρες ακόμα στην κούνια.
Να λυπάστε το έθνος που είναι χωρισμένο
σε κομμάτια, και που κάθε κομμάτι
θεωρεί τον εαυτό του ένα έθνος.»
~
από το βιβλίο Ο κήπος του προφήτη (σελ. 122 - 124), εκδ. Μπουκουμάνη, 1974
Μετάφραση: Ευάγγελος Γράψας
πηγή και ανάγνωση του βιβλίου
*
από το βιβλίο Ο κήπος του προφήτη (σελ. 122 - 124), εκδ. Μπουκουμάνη, 1974
Μετάφραση: Ευάγγελος Γράψας
πηγή και ανάγνωση του βιβλίου
*
O Kahlil ή Khalil Gibran (1883-1931), ποιητής, στοχαστής και ζωγράφος,
που έγινε ευρύτερα γνωστός με το βιβλίο του "Ο προφήτης", γεννήθηκε στο
Bsharri του Λιβάνου από φτωχή οικογένεια μαρωνιτών χριστιανών. Το 1895 η
οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες,
μετά τη φυλάκιση του πατέρα του και τη δήμευση της περιουσίας του από
τις οθωμανικές αρχές, και εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη, περιοχή όπου υπήρχε
μεγάλη κοινότητα λιβανέζων. Επειδή δεν είχε πάει καθόλου σχολείο, λόγω
των οικονομικών δυσκολιών των παιδικών του χρόνων (είχε διδαχθεί τα
αραβικά στο σπίτι), γράφτηκε στο αγγλόφωνο σχολείο-γυμνάσιο της
περιοχής. Το 1898 επέστρεψε στη Βηρυτό, όπου γράφτηκε στο κολέγιο και
παρέμεινε για τέσσερα χρόνια για να επανασυνδεθεί με τις πολιτισμικές
του ρίζες. Εν τω μεταξύ, η ικανότητά του στη ζωγραφική είχε ήδη
συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του αβάν-γκαρντ φωτογράφου, καλλιτέχνη και
εκδότη της Βοστώνης Fred Holland Day, που τον ενθαρρύνει στις
προσπάθειές του. Το 1904 οργανώνει την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής στη
Βοστώνη, κατά τη διάρκεια της οποίας γνωρίζεται με την οκτώ χρόνια
μεγαλύτερή του Mary Elizabeth Haskell, με την οποία θα συνδεθεί με φιλία
για όλη του τη ζωή. Το 1908 πηγαίνει στο Παρίσι για να μαθητεύσει για
δύο χρόνια κοντά στον Αύγουστο Ροντέν, όπου γνωρίζεται με τον, επίσης
πιστό φίλο του, γλύπτη Youssef Howayek. Ενώ τα πρώτα έργα του Γκιμπράν
είναι γραμμένα στα αραβικά, τα περισσότερα έργα του μετά το 1918 είναι
γραμμένα απευθείας στα αγγλικά. Σαν συγγραφέας, θα επιχειρήσει με την
πένα του να γεφυρώσει τον πολιτισμό της Ανατολής με αυτόν της Δύσης.
Ζώντας στην Αμερική, θα προσπαθήσει, δίκην προφήτη, να διασώσει την
ελληνοχριστιανική πολιτισμική παράδοση του ανθρωπισμού, της οποίας η
εγκατάλειψη είναι περισσότερο από αισθητή, και, ταυτόχρονα, να
επανασυνδέσει τον δυτικό άνθρωπο με τη σοφία που είναι κρυμένη μέσα του.
Ο Γκιμπράν ξανάγραψε πολλές φορές τον "Προφήτη" -μια σύνθεση 23
ποιητικών στοχασμών- μέχρι να εκδοθεί, τελικά, το 1923. Γραμμένο από τον
ίδιο στην αγγλική γλώσσα, είναι το βιβλίο που τον έκανε περισσότερο
γνωστό και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Πέθανε τον Απρίλιο του 1931 στη
Ν. Υόρκη από φυματίωση και κίρρωση του ήπατος και θάφτηκε στην πατρίδα
του. Τίτλοι βιβλίων