είναι παραγεμισμένη λεμονόκουπα.
μέσα της το στυµµένο ξινό λεμόνι, και το πικρό, έχει
την απόχρωση του νοθευμένου κίτρινου, του πειραγμένου
λευκού, πού και πού ιριδίζει παράξενα σαν το ασήμι.
έχει μάτια. τα λένε κουκούτσια. γιατί όλες οι λίμνες
έχουν μάτια, µόνο που τα δικά της είναι σφαλιστά,
σαν να κοιμούνται. μα όχι ακριβώς. έχει μόνο τις κόγχες.
η μνήμη είναι τυφλή.
κάποιος της άδειασε την όραση.
σε κάθε στέρηση υπάρχει ανταμοιβή, µια πλησμονή,
γι’ αυτό η μνήμη χέρια έχει δυνατά με δάχτυλα κανονικά
–ακμαία στύβουν το λεμόνι της. αυτό που είναι καρδιά,
ανθηρό σαν νυχτολούλουδο (είναι λευκή και ευωδιάζει),
και που πρέπει κόκκινη να την είπαν κατά λάθος, σάμπως
εκείνος που χρωμάτισε τα πράγματα, τη στιγμή που
τα’ βαφε µ’ ένα πινέλο, να κοιτούσε κάτι άλλο. μα όχι
ακριβώς. υπάρχει δικαιοσύνη στα χρώματα, υπάρχει
δικαιοσύνη και στους τυφλούς. και σ’ όλες τις στερήσεις
υπάρχει πλησμονή. η μνήμη έχει χέρια και τα χέρια
βαστούν μαχαίρια, δηλαδή το λεμόνι πρέπει πρώτα
να το κόψει.
σου λέω έκλαψε πολύ να την αφήσεις. για δυο τυφλά μισά.
~
από τη συλλογή Μαύρη Μωραλίνα, Κέδρος, εκδ. 2010
πηγή
μέσα της το στυµµένο ξινό λεμόνι, και το πικρό, έχει
την απόχρωση του νοθευμένου κίτρινου, του πειραγμένου
λευκού, πού και πού ιριδίζει παράξενα σαν το ασήμι.
έχει μάτια. τα λένε κουκούτσια. γιατί όλες οι λίμνες
έχουν μάτια, µόνο που τα δικά της είναι σφαλιστά,
σαν να κοιμούνται. μα όχι ακριβώς. έχει μόνο τις κόγχες.
η μνήμη είναι τυφλή.
κάποιος της άδειασε την όραση.
σε κάθε στέρηση υπάρχει ανταμοιβή, µια πλησμονή,
γι’ αυτό η μνήμη χέρια έχει δυνατά με δάχτυλα κανονικά
–ακμαία στύβουν το λεμόνι της. αυτό που είναι καρδιά,
ανθηρό σαν νυχτολούλουδο (είναι λευκή και ευωδιάζει),
και που πρέπει κόκκινη να την είπαν κατά λάθος, σάμπως
εκείνος που χρωμάτισε τα πράγματα, τη στιγμή που
τα’ βαφε µ’ ένα πινέλο, να κοιτούσε κάτι άλλο. μα όχι
ακριβώς. υπάρχει δικαιοσύνη στα χρώματα, υπάρχει
δικαιοσύνη και στους τυφλούς. και σ’ όλες τις στερήσεις
υπάρχει πλησμονή. η μνήμη έχει χέρια και τα χέρια
βαστούν μαχαίρια, δηλαδή το λεμόνι πρέπει πρώτα
να το κόψει.
σου λέω έκλαψε πολύ να την αφήσεις. για δυο τυφλά μισά.
~
από τη συλλογή Μαύρη Μωραλίνα, Κέδρος, εκδ. 2010
πηγή
Η Ευτυχία Παναγιώτου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1980. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα και νεοελληνική φιλολογία στο Λονδίνο. Εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων, μεταφράζει ποίηση, αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά και γερμανικά. Η ίδια έχει μεταφράσει τα "Ερωτικά ποίηματα" της Ανν Σέξτον, καθώς και ποιήματα της Ανν Κάρσον. Ζει στην Αθήνα.
Τίτλοι βιβλίων: Μέγας κηπουρός (2007). Μαύρη Μωραλίνα (2010). Χορευτές (2014).