1/
Ζω με τον φόβο πως θα σκοτωθώ, ή πως θα σκοτώσω κάποιον με τ’ αυτοκίνητο. Αλλά όταν σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι, ο φόβος εξαχνίζεται απ’ το μυαλό, κι οδηγώ σαν να μην τρέχει το παραμικρό. Μπορεί πολλές μας όψεις ν’ αφανίζονται κατά παρόμοιο τρόπο κάθε πρωί, κι έτσι φέρνουμε σε πέρας την ημέρα, αγνοώντας τις ενδότερες διαθέσεις της ψυχής.
2/
Μόνον στη γειτονιά μέτρησα τέσσερα εικονοστάσια ακροβολισμένα, το κραυγαλέο πένθος τους μου προκαλεί αμηχανία.
Ζω με τον φόβο πως θα σκοτωθώ, ή πως θα σκοτώσω κάποιον με τ’ αυτοκίνητο. Αλλά όταν σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι, ο φόβος εξαχνίζεται απ’ το μυαλό, κι οδηγώ σαν να μην τρέχει το παραμικρό. Μπορεί πολλές μας όψεις ν’ αφανίζονται κατά παρόμοιο τρόπο κάθε πρωί, κι έτσι φέρνουμε σε πέρας την ημέρα, αγνοώντας τις ενδότερες διαθέσεις της ψυχής.
2/
Μόνον στη γειτονιά μέτρησα τέσσερα εικονοστάσια ακροβολισμένα, το κραυγαλέο πένθος τους μου προκαλεί αμηχανία.
3/
Η Αθήνα είναι μεγαλούπολη, το εικονοστάσι μια μικροκατοικία.
4/
Βουΐζουν κι οι δυό, κάποτε συγχρόνως, εκατοντάδες εικονοστάσια σε λεωφόρους και στροφές, ένας αστερισμός ζώντων και τεθνεώτων αχαρτογράφητος κι ανερεύνητος απάνω και μες στην πόλη.
5/
Οι άνθρωποι με σέρνουν σ’ έναν αναγκαστικό συσχετισμό μαζί τους, ακόμη και νεκροί το προσπαθούν,
6/
Πίσω απ’ τα πορτάκια οι φωτογραφίες με καλούν για έναν ποταπό ασπασμό, κι εγώ τους τον αρνιέμαι, αλλά με τραβούν από τα μάτια κι άλλο, και ξανά, κάθε μέρα που περνώ μπρος τους, όσο ξεθωριάζουν.
7/
Ο Κοραής, νομίζω, είπε πως η Ελλάδα είναι ένας αναγκαστικός αυτοσχεδιασμός. Τα εικονοστάσια στους ελληνικούς δρόμους είναι αναγκαστικοί αυτοσχεδιασμοί αγνώστων που λαμβάνουν χώρα σε κοινή θέα, κακόσχημοι συχνά, κι ευτελείς, γιατί η μνήμη του ξένου είναι πάντα ασουλούπωτη, όταν μας τείνει την χείρα.
8/
Το εικονοστάσι είναι αρχιτεκτόνημα τυπικά νεοελληνικό. Ο αχταρμάς που ονομάζουμε «νεώτερος Ελληνισμός» θα μπορούσε κάλλιστα να δηλώνεται μ’ ένα παρδαλό εικονοστάσι, αντί για την γαλανόλευκη.
9/
Το εικονοστάσι είναι κατασκευή αυθαίρετη και πράμα πολύ επίμονο, μα πάνω απ’όλα ένα σημείο βιαίως αναστραμμένο απ’ τη δημόσια σφαίρα στην ιδιωτική. Ο άνθρωπος που το φυτεύει δεν αντέχει αστρατώνιστο το πένθος του, και το στεγάζει στο ακριβές σημείο, όπου ο Χάρος του πήρε τον αγαπημένο, απαλλοτριώνει μισό μέτρο χώρο, μια πολύ προσωπική ρωγμή στο δομημένο περιβάλλον, φάλτσο που ανεχόμαστε με συγκατάβαση σ’ έναν κόσμο εύτακτο γενικώς, και σύννομο. Το νεοελληνικό Κράτος κάνει τα στραβά μάτια, κι εμείς επίσης. Ποιος τολμά να ξηλωσει ένα εικονοστάσι, ή να το σπάσει;
10/
Κάθησα δίπλα σ’ ένα εικονοστάσι, απέναντι από μια εταιρεία ρομποτικής, και προσπάθησα ν’ αφουγκραστώ τα ψυχικά απολειφάδια του νεκρού. Τι ζει μέσα δω;
11/
Στα εικονοστάσια και μέσα μας ζουν σκιές ισχυρότερες κάποτε από τους ανθρώπους γύρω.
12/
Η σκιά αποδεικνύεται δυνατότερη από το σώμα που την ρίχνει, και πιο βιώσιμη.
13/
Ο φονικός τροχός δεν σηκώνει ούτε τα εικονοστάσια στο σπαθί του. Εδώ ξέκανε τον οδηγό, την σκιά του θα αφήσει όρθια; Ο βόμβος της λεωφόρου σείει τους ναΐσκους, θέλει να τους κάνει ρόϊδο, να τους ρίξει. Πανίσχυρος ο θόρυβος χιλιάδων αυτοκινήτων αποτυγχάνει εκεί που πέτυχαν ολίγες αρχαίες σάλπιγγες, όσες γκρέμισαν ολόκληρη πόλη· αλλά ο τροχός δεν το βάζει κάτω, και δεν ξέρω πόσο θ’ αντέξω εδώ χάμω.
14/
Τα εικονοστάσια είναι αλλοπρόσαλλες μικρογραφίες, που αποδίδουν τον θάνατο πιστότερα απ’ τον πιο εξαίσιο πίνακα, η καλαισθησία διόλου δεν απαιτείται για την σήμανση του θανάτου, καλύτερα μάλιστα να λείπει, γιατί η απελπισία φαίνεται πιο καθαρά όταν ξεπερνά το μέτρο και τον κανόνα.
15/
Στην επαρχία, όπου η έλλειψη μέτρου και γούστου είναι εντονότερη, συναντά κανείς υπερμεγέθη εικονοστάσια. Θυμάμαι ένα πιο ευρύχωρο από σκυλόσπιτο· στημένο κάτω από μια αερογέφυρα, γινόταν θηριώδες, κι εξωφρενικό, έτσι όπως αντιστεκόταν στην τυμπανισμένη βουή των οχημάτων και στην πρέσα της προοπτικής, μία ελεφαντίαση πένθους, και πολεοδομικό έκτρωμα συνάμα. Τότε χλεύασα το υπερφυές εικονοστάσι, και τον άνθρωπο που θέλησε το σύμπαν όλο να βλέπει το πένθος του, κι απ’τον ουρανό ακόμα θα ‘θελε να φαίνεται, αν γινόταν, ένα εικονοστάσι πύργος της Βαβέλ. Αλλά η εικόνα γράφτηκε μέσα μου, τώρα την επισκέπτομαι αλλιώς, αν ξαναβρεθώ σ’ εκείνο το σημείο θα μπω στον πειρασμό να γίνει σπίτι μου για λίγο, κι ίσως μου θυμίσει τα κόκκινα σπιτάκια στους κήπους παιδικών σταθμών.
16/
Θέλει προσοχή μη γίνουμε σάρκινα εικονοστάσια.
17/
Στα εικονοστάσια βλέπει κανείς αποθεμένα πλαστικά λουλούδια. Μαυρισμένα από το καυσαέριο κι άτονα απ’ την κάψα δεν ξέρω πως να τα νιώσω. Είναι απλώς άθλια, ή παύουν να είναι πλαστικά;
18/
Το εικονοστάσι είναι μαγικό κατάλοιπο σ’ ένα περιβάλλον νεωτερικό, που είναι η μεγαλούπολη. Είναι ένας πολύ αρχαίος τρόπος να σημαδευτεί η συγκοπή του χρόνου, κι επιβίωση μιας πρωτόγονης αντίληψης για την σχέση χώρου και θανάτου.
19/
Η μνήμη του νεκρού είναι εντονότερη στο σημείο που τον βρήκε η ώρα η κακή, κι όπου εκείνος μες στον τρόμο, με τους οφθαλμούς διασταλμένους, τα χέρια να σφίγγουν το τιμόνι, είδε την πόλη να τον συνθλίβει. Υποθέτουμε πως κάτι δικό του αγκιστρώθηκε επί τόπου κει, και πως πέρασε κάτω από την άσφαλτο, ένα ασυνάρτητο σημάδι στον δημόσιο ρου της πόλης.
20/
Τα εικονοστάσια ερειπιώνουν με ρυθμούς πιο αργούς από της πόλης. Ως και τα πιο παρατημένα, και τα σβηστά, αντέχουν τον χρόνο καλύτερα από την νεότευκτη Εθνική Βιβλιοθήκη και τους γυαλιστερούς σταθμούς του μετρό. Τα εικονοστάσια είναι ακατάλυτα σχεδόν. Η αποθεμένη μνήμη τα ζωοδοτεί, όσο φτηνά κι αν είναι.
21/
Μα και τα εικονοστάσια μέσα μας είναι πολύ ανθεκτικά επίσης. Δεν θυμόμαστε ποια ταινία είδαμε προχθές, κι όμως το πιο αφρόντιστο ψυχικό εικονοστάσι κρατά τον χώρο που του ορίσαμε, και δεν τον δίνει αλλού, θυρίδα πένθους με εικόνες που ξεθωριάζουν στην μνήμη και στην βουή της καθημερινότητας.
22/
Το εικονοστάσι είναι το έσχατο σημείο μιας ατέλεστης διαδρομής.
πηγή
Ο Νικήτας Σινιόσογλου γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Μονάχου και Κέμπριτζ (PhD). Διετέλεσε British Academy Postdoctoral Fellow στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ (2008-2011) και Leverhulme Trust Early Career Fellow στο King's College London (2011-2013). Είναι εντεταλμένος ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών) και έχει διδάξει σε ελληνικά και βρετανικά πανεπιστήμια. Δοκίμια και αφηγηματικά κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά: Athens Review of Books, Ποιητική, Νέα Εστία, Δευκαλίων, Μανδραγόρας, Οδός Πανός και (δέ)κατα. Γράφει για την αστική περιπλάνηση και για τα όρια δοκιμιακού και λογοτεχνικού λόγου. Τίτλοι βιβλίων: Αλλόκοτος ελληνισμός Δοκίμιο για μια οριακή εμπειρία των ιδεών (Κίχλη, 2016 - Βραβείο Δοκιμίου του περιοδικού Ο Αναγνώστης 2017). Μαύρες διαθήκες Δοκίμιο για τα όρια της ημερολογιακής γραφής (Κίχλη, 2018). Λεωφόρος ΝΑΤΟ
Δοκιμή περιπλάνησης (Κίχλη, 2019)