Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν να βρω το όνειρό μου,
να το βρω και να το χάσω
κι ούτε πια που θα το φτάσω.
Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.
Πέρασε όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε—
πουλιά που 'χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.
Κι άφησε στο πέρασμά του
—πέρασμα ζωής, θανάτου—
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω την πεθαμένη ελπίδα.
Μιαν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει δω κάτου
ώς την πόρτα του θανάτου.
Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.
Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.
~
[πηγή: Η Χαμηλή Φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς, ανθολ. Μανόλης Αναγνωστάκης, Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ. 174-175]
Domenica - Μέσα στη βουή του δρόμου (YouTube)
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.
Πέρασε όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε—
πουλιά που 'χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.
Κι άφησε στο πέρασμά του
—πέρασμα ζωής, θανάτου—
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω την πεθαμένη ελπίδα.
Μιαν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει δω κάτου
ώς την πόρτα του θανάτου.
Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.
Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.
~
[πηγή: Η Χαμηλή Φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς, ανθολ. Μανόλης Αναγνωστάκης, Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ. 174-175]
Domenica - Μέσα στη βουή του δρόμου (YouTube)
Ο Μήτσος Παπανικολάου (Ύδρα, 1900 - Αθήνα, 1943) ήταν ποιητής του
μεσοπολέμου. Τελειώνοντας το γυμνάσιο άρχισε να γράφει ποιήματα που
δημοσίευε στο περιοδικό του Γρηγόριου Ξενόπουλου
Η διάπλασις των Παίδων. Έγινε δημοσιογράφος και σύντομα αρχισυντάκτης
και διευθυντής στο περιοδικό Μπουκέτο. Το μεγάλο του πάθος ήταν οι
μεταφράσεις. Διαβάζοντας ώρες ολόκληρες ξένη λογοτεχνία, μετέφρασε και
κυριολεκτικά ζωντάνεψε στην ελληνική γλώσσα ποιήματα του Πωλ Βαλερύ, του Μπωντλαίρ, του Μιλόζ, του Βερλαίν και Απολλιναίρ
και άλλων. Ασχολήθηκε επίσης με την κριτική και το δοκίμιο.Το ποιητικό
του έργο είναι μικρό σε ποσότητα αλλά εξαιρετικό σε ποιότητα. Πρόκειται
για 50 περίπου ποιήματα γεμάτα νοσταλγία για τη χαμένη πρώτη νιότη και
γραμμένα με τη τεχνοτροπία του συμβολισμού. Ο Μ. Παπανικολάου είχε όπως ο
φίλος του Ναπολέων Λαπαθιώτης
το πάθος των ναρκωτικών. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος και η Κατοχή και η
φτώχεια, δε μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος του αυτό. Έτσι ξεπούλησε
σιγά σιγά όλα τα πολύτιμα βιβλία του και άλλα πράγματα, που τα φύλαγε
για χρόνια και εγκαταστάθηκε σε ένα φτωχό δωμάτιο στην Κοκκινιά. Στο
δωμάτιο αυτό ζούσε πολύ άθλια γι' αυτό οι φίλοι του φρόντισαν να τον
βάλουν στο δημόσιο Ψυχιατρείο. Εκεί πέθανε μετά από μια δυνατή δόση
ναρκωτικών. [Βιογραφία]