– Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, ω εσύ πού ’ρθες σε μένα,
τ’ ωχρό τ’ απομεσήμερο κι έφυγες με το βράδυ,
περαστικά σαν τ’ όνειρο, σαν το φιλί θλιμμένα
που άφηνες, φεύγοντας, σε μένα για σημάδι.
Και γέμισες με μι’ άπειρη γλυκύτητα τα ξένα
που ήταν για μένα πιο βαριά κι απ’ το σκοτάδι.
Και νιώθω ακόμα σήμερα, που σ’ έχω πια χαμένα,
απ’ το κορμί μου να περνά κάποιο δικό σου χάδι.
Γι’ αυτό κι εγώ σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ και τώρα
τόσο γλυκά, όσο γλυκά μου χάρισες κι εσύ
τη δύναμή σου, τη χαρά, τη νιότη σου στην ώρα
που έδειχνε ο δείχτης άμετρη στιγμή την ηδονή.
‐ Ω, εσύ που δε με γνώριζες κι ήρθες σε με, κι εγώ,
σα να σε γνώριζα από πριν, σε θέλω και σε νοσταλγώ.
πηγή
Και νιώθω ακόμα σήμερα, που σ’ έχω πια χαμένα,
απ’ το κορμί μου να περνά κάποιο δικό σου χάδι.
Γι’ αυτό κι εγώ σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ και τώρα
τόσο γλυκά, όσο γλυκά μου χάρισες κι εσύ
τη δύναμή σου, τη χαρά, τη νιότη σου στην ώρα
που έδειχνε ο δείχτης άμετρη στιγμή την ηδονή.
‐ Ω, εσύ που δε με γνώριζες κι ήρθες σε με, κι εγώ,
σα να σε γνώριζα από πριν, σε θέλω και σε νοσταλγώ.
πηγή
Ο Μήτσος Παπανικολάου (Ύδρα, 1900 - Αθήνα, 1943) ήταν ποιητής του
μεσοπολέμου. Τελειώνοντας το γυμνάσιο άρχισε να γράφει ποιήματα που
δημοσίευε στο περιοδικό του Γρηγόριου Ξενόπουλου
Η διάπλασις των Παίδων. Έγινε δημοσιογράφος και σύντομα αρχισυντάκτης
και διευθυντής στο περιοδικό Μπουκέτο. Το μεγάλο του πάθος ήταν οι
μεταφράσεις. Διαβάζοντας ώρες ολόκληρες ξένη λογοτεχνία, μετέφρασε και
κυριολεκτικά ζωντάνεψε στην ελληνική γλώσσα ποιήματα του Πωλ Βαλερύ, του Μπωντλαίρ, του Μιλόζ, του Βερλαίν και Απολλιναίρ
και άλλων. Ασχολήθηκε επίσης με την κριτική και το δοκίμιο.Το ποιητικό
του έργο είναι μικρό σε ποσότητα αλλά εξαιρετικό σε ποιότητα. Πρόκειται
για 50 περίπου ποιήματα γεμάτα νοσταλγία για τη χαμένη πρώτη νιότη και
γραμμένα με τη τεχνοτροπία του συμβολισμού. Ο Μ. Παπανικολάου είχε όπως ο
φίλος του Ναπολέων Λαπαθιώτης
το πάθος των ναρκωτικών. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος και η Κατοχή και η
φτώχεια, δε μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος του αυτό. Έτσι ξεπούλησε
σιγά σιγά όλα τα πολύτιμα βιβλία του και άλλα πράγματα, που τα φύλαγε
για χρόνια και εγκαταστάθηκε σε ένα φτωχό δωμάτιο στην Κοκκινιά. Στο
δωμάτιο αυτό ζούσε πολύ άθλια γι' αυτό οι φίλοι του φρόντισαν να τον
βάλουν στο δημόσιο Ψυχιατρείο. Εκεί πέθανε μετά από μια δυνατή δόση
ναρκωτικών. [Βιογραφία]