Ο Μήτσος Παπανικολάου γεννήθηκε στην Ύδρα, όπου πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Σε παιδική ηλικία ταξίδεψε με την οικογένειά του στην Τύνιδα, τη Μάλτα, τη Νότιο Ιταλία και την Τριπολίτιδα. Μετά το ταξίδι η οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου ο Παπανικολάου τέλειωσε το Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και εμφανίστηκε στο χώρο των γραμμάτων από τις σελίδες του περιοδικού Διάπλασις των Παίδων με το ψευδώνυμο Νικητής της Αύριον. Τότε γνωρίστηκε με τους Τέλλο Άγρα,
Πέτρο Χάρη και Μιχαήλ Στασινόπουλο. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στο Βωμό, τη Μούσα, το Νουμά, τα Νέα Γράμματα, τη Σύγχρονη Σκέψη [Σικάγου] και άλλα περιοδικά της εποχής, πότε με το πραγματικό του όνομα και πότε με ψευδώνυμο.Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου όμως δεν αποφοίτησε ποτέ. Υπηρέτησε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στη χωροφυλακή και σύντομα στράφηκε στην επαγγελματική δημοσιογραφία (αρχισυντάκτης στο περιοδικό Παιδικός Αστήρ, διευθυντής στο Μπουκέτο ως το κλείσιμό του στη διάρκεια της κατοχής).
Καθοριστική για τη ζωή του στάθηκε η φιλία του με το Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Οι κακουχίες της γερμανικής κατοχής και η κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών τον οδήγησαν στην κατάρρευση. Μετά το 1940 ξεπούλησε την περιουσία του και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Κοκκινιά. Κατέληξε στο τμήμα τοξικομανών του Δημόσιου Ψυχιατρείου και φάνηκε να ξεπερνά τον εθισμό του, ωστόσο υπέκυψε ξανά και πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών τον Οκτώβρη του 1943. Είχε προηγουμένως φτάσει στην απόλυτη εξαθλίωση και κυκλοφορούσε ζητιανεύοντας στους δρόμους της Αθήνας.
Το λογοτεχνικό έργο του Μήτσου Παπανικολάου είναι ποιητικό, πρωτότυπο και μεταφραστικό. Υπήρξε κυρίως συμβολιστής και αισθητιστής ποιητής με επιρροές από τους Maeterlinck, Verhaaren, Valery, Apollinaire, Baudelaire, Poe, Wilde, Laforgue, Milosz και άλλους, έργα των οποίων μετέφρασε και δημοσίευσε στα περιοδικά της εποχής. Ήταν ενημερωμένος γύρω από τη ευρωπαϊκή λογοτεχνική κίνηση και θαύμαζε το Λουίτζι Πιραντέλλο, τον Αντρέ Ζιντ, το Γιάκομπσεν.
Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από την αίσθηση της νοσταλγίας του παρελθόντος και από την τάση φυγής και τοποθετείται στο χώρο της αθηναϊκής παρακμιακής ποίησης του μεσοπολέμου. Από τους στίχους του απουσιάζει συνειδητά ο συναισθηματισμός. Στον Παπανικολάου κυριαρχεί η μεταφυσική αναζήτηση της ερωτικής ηδονής και η αγωνία απέναντι στο θάνατο. Οι ποιητικές του μεταφράσεις υπήρξαν εξαιρετικά προσεγμένες, συνεπείς και αριστοτεχνικές.
Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική κριτική (από τις στήλες της Νέας Εστίας κυρίως, κατά τη διετία 1939-1941 και των Νεοελληνικών Γραμμάτων), προσανατολισμένος και εδώ προς την ποίηση. Ως κριτικός υπήρξε εξαιρετικά οξυδερκής και εύστοχος. Ήταν από τους πρώτους έλληνες που δέχτηκαν τα μηνύματα του ευρωπαϊκού υπερρεαλισμού και επισήμανε την αξία ποιητών όπως ο Σεφέρης και ο Ελύτης στα πρώτα τους βήματα.
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μήτσου Παπανικολάου βλ. Στεργιόπουλος Κώστας (επιμέλεια), «Μήτσος Παπανικολάου», Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία - Γραμματολογία· Η ανανεωμένη παράδοση, σ.378-382. Αθήνα, Σοκόλης, 1980 και Κόρφης Τάσος, «Μήτσος Παπανικολάου», Μήτσος Παπανικολάου · Ποιήματα · Εισαγωγή και επιμέλεια Τάσου Κόρφη, σ.7-15. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1966.
2. βλ. Άγρας Τέλλος, «Μήτσος Παπανικολάου», Νέα ΕστίαΛΕ΄, 1η/1/1944, αρ.398, σ.104-106.