Κι όταν επέστρεψα,
από πάνω μου πέταξα τη σκληρόπετση,
αλμυρή του θαλασσόλυκου στολή,
φόρεσα βιαστικά το φόρεμα του κοριτσιού που ήμουν,
και γλίστρησα στη θάλασσα.
Ένα μίλι απ’ την Ιθάκη, έριξα άγκυρα.
Το απόβραδο γλύκανε κι απλώθηκε,
το γαλάζιο πέλαγος μνημόνευε τους ασημένιους του ιχθύς,
κι ο ουρανός σκυμμένος ωτακουστής.
Με επιδέξιες κινήσεις στον αέρα, στο νερό, τα χέρια μου
από πάνω μου πέταξα τη σκληρόπετση,
αλμυρή του θαλασσόλυκου στολή,
φόρεσα βιαστικά το φόρεμα του κοριτσιού που ήμουν,
και γλίστρησα στη θάλασσα.
Ένα μίλι απ’ την Ιθάκη, έριξα άγκυρα.
Το απόβραδο γλύκανε κι απλώθηκε,
το γαλάζιο πέλαγος μνημόνευε τους ασημένιους του ιχθύς,
κι ο ουρανός σκυμμένος ωτακουστής.
Με επιδέξιες κινήσεις στον αέρα, στο νερό, τα χέρια μου
ανίχνευαν, σαν εραστής που ήμουν, το δέρμα, τα μαλλιά σου,
και η Ιθάκη εκεί, τα μπρούτζινα όρη
και η Ιθάκη εκεί, τα μπρούτζινα όρη
να εξέχουν, σαν ακατέργαστες ασπίδες,
οι σπηλιές, όπου κρύβονταν δελφίνια,
θύλακοι σκοτεινοί για τιμαλφή,
οι ελιές τα δάκρυά τους να ωριμάζουν στους χλομούς μας ελαιώνες.
Μετά, το ρεύμα με παρέσυρε σε μια λωρίδα φωτεινή,
Μετά, το ρεύμα με παρέσυρε σε μια λωρίδα φωτεινή,
τις μυρωδιές ν’ ακολουθώ του δεντρολίβανου, της λεμονιάς,
του θυμαριού, τις ευωδιές του ονόματός σου,
που εξυμνούσα πάλι στην καρδιά μου,
σαν φυλαχτό κρυφό που επιφύλασσε τον νόστο μου στην Ιθάκη,
όποια κι αν πέρασα οδύσσεια τώρα μηδενισμένη
όποια κι αν πέρασα οδύσσεια τώρα μηδενισμένη
απ’ το κακό που θα έκανε μια δική σου λεξούλα,
σε μένα, έναν ήρωα σαφώς παραλογισμένο,
να βωλοδέρνω στο νερό, έως τη μέση, κι απ’ τ’ αβαθή προς την ακτή
κατά το δείλι, να σέρνω τη λευκή μου τη βαρκούλα.
~
Μετάφραση : Θάλεια Μελή-Χωλλ