Εκεί που κάποτε τα ύδατα του προσώπου σου
Στις έλικές μου ελίσσονταν,
το άνυδρό σου πνεύμα πνέει,
Γλαρώνει το μάτι του ο νεκρός
Εκεί που κάποτε την κόμη τους οι τρίτωνες
Μεσ’ απ’ τους πάγους σου σφεντόνιζαν,
Άνεμος άνυδρος οδεύει
Μεσ’ απ’ αλάτι και ρίζα κι αυγό ψαριού.
Στις έλικές μου ελίσσονταν,
το άνυδρό σου πνεύμα πνέει,
Γλαρώνει το μάτι του ο νεκρός
Εκεί που κάποτε την κόμη τους οι τρίτωνες
Μεσ’ απ’ τους πάγους σου σφεντόνιζαν,
Άνεμος άνυδρος οδεύει
Μεσ’ απ’ αλάτι και ρίζα κι αυγό ψαριού.
Εκεί που κάποτε οι πράσινές σου αρθρώσεις
Τις αρμογές των βύθιζαν
στο πλέγμα της φουσκονεριάς,
Ο πράσινος πορεύεται διαλύτης,
Ψαλίδι λιπασμένο,
μαχαίρι έτοιμο στο πλάι,
Να κόψει σύρριζα κανάλια
κι υγρούς καρπούς να κόψει.
στο πλέγμα της φουσκονεριάς,
Ο πράσινος πορεύεται διαλύτης,
Ψαλίδι λιπασμένο,
μαχαίρι έτοιμο στο πλάι,
Να κόψει σύρριζα κανάλια
κι υγρούς καρπούς να κόψει.
Αόρατες οι ρυθμικές φουσκονεριές σου
Σ’ ερωτικές ξεσπάζουν κλίνες,
Ξεραίνεται το φύκι της αγάπης.
Γύρω τριγύρω στα λιθάρια σου σκιές
Παιδιών πορεύονται που μεσ’ απ’ τα κενά τους
Στη δελφινάρια θάλασσα προσπέφτουν.
Στεγνά σα τάφοι τα βαμμένα βλέφαρά σου,
Όσο η σοφή μαγεία γλυστρά
σε γη κι ουράνια,
Δεν θα κλείσουν,
Κοράλια η κλίνη σου γεμάτη θα ‘ναι,
Ερπετά οι φουσκονεριές σου,
ώσπου οι θαλάσσιες πίστεις μας να σβήσουν.
~
μτφρ: Γιώργος Μπλάνας