Ένα πρωί ξύπνησα με πολύ κέφι. Βγήκα στο μπαλκόνι του κήπου κι έριξα μια ματιά στα δέντρα. Χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να τραγουδώ ένα παλιό ρεμπέτικο -- άλλωστε έλειπε η νοικοκυρά μου που δεν της άρεζαν τα τραγούδια αυτά. «Κυρα-Ευθαλία, ποιος τραγουδάει;», άκουσα μια αντρική φωνή απ' το απέναντι σπίτι, που το έκρυβαν τα δέντρα του κήπου μας. «Θα είναι ο νέος γείτονας», απάντησε μια γυναικεία μπάσα φωνή, το πρακτορείο της γειτονιάς. «Μωρέ, μπράβο του!», ξανάπε ο άντρας ευχαριστημένος. Μόλις σταμάτησα, ακούω από τη μεριά του ένα βαρύ ζεϊμπέκικο στο κασετόφωνο. Πολύ το ευφράνθηκα, κι έλεγα από μέσα μου να μη σταματούσε ποτέ. Μα τι κρίμα, γρήγορα τελείωσε, και τότε σκέφτηκα να τραγουδήσω κάτι εγώ.
Μερακλωμένος, έπιασα ένα τραγούδι της φυλακής. Μόλις τέλειωσα, ξανά το κασετόφωνο του γείτονα. Αυτή τη φορά έβαλε δυο τραγούδια, απ' τα πιο σεβνταλίδικα. Άρχισα να ξελιγώνομαι. «Τώρα θα σου δείξω εγώ», είπα μέσα μου, και μόλις σώπασε το κασετόφωνο, άρχισα ένα χασικλίδικο. Αυτό ήταν: ο γείτονας δε βάσταξε∙ πριν καλά καλά τελειώσω, άνοιξε το κασετόφωνο στη διαπασών κι αμέσως πλημμύρισε η γειτονιά τι Τσιτσάνη, τι Βαμβακάρη, τι Παπαϊωάννου.
Τότε κι εγώ, διπλά φτιαγμένος απ' την πρωινή αυτή ανταπόκριση, ντύθηκα και τράβηξα κεφάτος για τη δουλειά μου.
~Μερακλωμένος, έπιασα ένα τραγούδι της φυλακής. Μόλις τέλειωσα, ξανά το κασετόφωνο του γείτονα. Αυτή τη φορά έβαλε δυο τραγούδια, απ' τα πιο σεβνταλίδικα. Άρχισα να ξελιγώνομαι. «Τώρα θα σου δείξω εγώ», είπα μέσα μου, και μόλις σώπασε το κασετόφωνο, άρχισα ένα χασικλίδικο. Αυτό ήταν: ο γείτονας δε βάσταξε∙ πριν καλά καλά τελειώσω, άνοιξε το κασετόφωνο στη διαπασών κι αμέσως πλημμύρισε η γειτονιά τι Τσιτσάνη, τι Βαμβακάρη, τι Παπαϊωάννου.
Τότε κι εγώ, διπλά φτιαγμένος απ' την πρωινή αυτή ανταπόκριση, ντύθηκα και τράβηξα κεφάτος για τη δουλειά μου.
Από το βιβλίο Οι ρεμπέτες του ντουνιά - μικρά πεζά, εκδ. Ιανός, 2011