Θά ῾ρθουν ὅλες μία μέρα, καὶ γύρω μου
θὰ καθίσουν βαθιὰ λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τὰ μάτια τους,
θὰ πετοῦνε στὴν κάμαρα μέσα.
Ὠχρὰ χέρια θὰ σβήνουν στὸ σύθαμπο
καὶ θανάσιμα χείλη θὰ τρέμουν.
«Ἀδελφέ» θὰ μοῦ ποῦν «δέντρα φεύγουνε
μὲς στὴ θύελλα, καὶ πιὰ δὲ μποροῦμε,
δὲν ὁρίζουμε πιὰ τὸ ταξίδι μας.
Ἕνα θάνατο πᾶρε καὶ δῶσε.
Ἐμεῖς, κοίτα, στὰ πόδια σου ἀφήνουμε,
συναγμένο ἀπὸ χρόνια, τὸ δάκρυ.
«Τὰ χρυσὰ ποῦ ῾ναι τώρα φθινόπωρα,
ποῦ τὰ θεῖα καλοκαίρια στὰ δάση;
Ποῦ οἱ νυχτιὲς μὲ τὸν ἄπειρον, ἔναστρο
οὐρανό, τὰ τραγούδια στὸ κῦμα;
Ὅταν πίσω καὶ πέρα μακραίνανε,
ποῦ νὰ ἐπῆγαν χωριά, πολιτεῖες;
»Οἱ θεοὶ μᾶς ἐγέλασαν, οἱ ἄνθρωποι,
κι ἤρθαμε ὅλες ἀπόψε κοντά σου,
γιατί πιὰ τὴν ἐλπίδα δὲν ἄξιζε
τὸ σκληρό μας, ἀβέβαιο ταξίδι.
Σὰ φιλί, σὰν ἐκεῖνα ποὺ ἀλλάζαμε,
ἕνα θάνατο πᾶρε καὶ δῶσε.»
Θὰ τελειώσουν. Ἐπάνω μου γέρνοντας,
θ᾿ ἀπομείνουν βουβές, μυροφόρες.
Ὁλοένα στὴν ἥσυχη κάμαρα
θὰ βραδιάζει, καὶ μήτε θὰ βλέπω
τὰ μεγάλα σὰν ἔκπληκτα μάτια τους
ποὺ γεμίζανε φῶς τὴ ζωή μου...
θὰ καθίσουν βαθιὰ λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τὰ μάτια τους,
θὰ πετοῦνε στὴν κάμαρα μέσα.
Ὠχρὰ χέρια θὰ σβήνουν στὸ σύθαμπο
καὶ θανάσιμα χείλη θὰ τρέμουν.
«Ἀδελφέ» θὰ μοῦ ποῦν «δέντρα φεύγουνε
μὲς στὴ θύελλα, καὶ πιὰ δὲ μποροῦμε,
δὲν ὁρίζουμε πιὰ τὸ ταξίδι μας.
Ἕνα θάνατο πᾶρε καὶ δῶσε.
Ἐμεῖς, κοίτα, στὰ πόδια σου ἀφήνουμε,
συναγμένο ἀπὸ χρόνια, τὸ δάκρυ.
«Τὰ χρυσὰ ποῦ ῾ναι τώρα φθινόπωρα,
ποῦ τὰ θεῖα καλοκαίρια στὰ δάση;
Ποῦ οἱ νυχτιὲς μὲ τὸν ἄπειρον, ἔναστρο
οὐρανό, τὰ τραγούδια στὸ κῦμα;
Ὅταν πίσω καὶ πέρα μακραίνανε,
ποῦ νὰ ἐπῆγαν χωριά, πολιτεῖες;
»Οἱ θεοὶ μᾶς ἐγέλασαν, οἱ ἄνθρωποι,
κι ἤρθαμε ὅλες ἀπόψε κοντά σου,
γιατί πιὰ τὴν ἐλπίδα δὲν ἄξιζε
τὸ σκληρό μας, ἀβέβαιο ταξίδι.
Σὰ φιλί, σὰν ἐκεῖνα ποὺ ἀλλάζαμε,
ἕνα θάνατο πᾶρε καὶ δῶσε.»
Θὰ τελειώσουν. Ἐπάνω μου γέρνοντας,
θ᾿ ἀπομείνουν βουβές, μυροφόρες.
Ὁλοένα στὴν ἥσυχη κάμαρα
θὰ βραδιάζει, καὶ μήτε θὰ βλέπω
τὰ μεγάλα σὰν ἔκπληκτα μάτια τους
ποὺ γεμίζανε φῶς τὴ ζωή μου...
~
Ποιητική συλλογή: 'Ελεγεία και Σάτιρες' (1927)
Ποιητική συλλογή: 'Ελεγεία και Σάτιρες' (1927)