Έγινε χούφταλο κι ακόμα επιμένει να με κάνει κουμάντο: «Γιατί άργησες; Πού ήσουν τέτοια ώρα;» (γυρνώ στις δέκα, και το βρίσκει αργά). Μάτι επιτιμητικό, γεμάτο κακία, γυναίκα που συνήθισε για το παραμικρό να τιμωρεί το παιδί της. Και τώρα που μεγάλωσα, ακόμη τα ίδια. Να μη με δει καμιά βραδιά να επιστρέφω χαρούμενος – αμέσως αρχινάει το φαρμάκι: «Ως τώρα περίμενα τον πατέρα σου απ’ τις ταβέρνες, τώρα περιμένω εσένα απ’ τους δρόμους.»
Κι όσο περνούν τα χρόνια και χάνει από πάνω μου τον έλεγχο, κοιτάει πώς να με εξουθενώνει καθημερινά με κλάματα και με αρρώστιες. Και πάντα η ίδια επωδός: «Σκύλε, εγώ πεθαίνω, κι εσύ γλεντάς!»
Θε μου, η μητρική στοργή πού βρήκε τόσο δηλητήριο; Κι η μάνα που έτρεμε μην πάθω τίποτε από μικρός, πώς τώρα το ’βαλε σκοπό να με ξεκάνει;
Κι όσο περνούν τα χρόνια και χάνει από πάνω μου τον έλεγχο, κοιτάει πώς να με εξουθενώνει καθημερινά με κλάματα και με αρρώστιες. Και πάντα η ίδια επωδός: «Σκύλε, εγώ πεθαίνω, κι εσύ γλεντάς!»
Θε μου, η μητρική στοργή πού βρήκε τόσο δηλητήριο; Κι η μάνα που έτρεμε μην πάθω τίποτε από μικρός, πώς τώρα το ’βαλε σκοπό να με ξεκάνει;
~
Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (1986)
Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (1986)