Στη γερμένη αποβάθρα
λίγα πλοία μπορούσαν να ‘ρθουν.
Ο πληθυσμός αριθμούσε
δύο γίγαντες, έναν χαζό, μία τσιλιβήθρα,
έναν μειλίχιο καταστηματάρχη
κοιμισμένο πίσω από τον πάγκο του
και την ευγενική μας σπιτονοικοκυρά –
η τσιλιβήθρα ήτανε η ράφτρα της.
λίγα πλοία μπορούσαν να ‘ρθουν.
Ο πληθυσμός αριθμούσε
δύο γίγαντες, έναν χαζό, μία τσιλιβήθρα,
έναν μειλίχιο καταστηματάρχη
κοιμισμένο πίσω από τον πάγκο του
και την ευγενική μας σπιτονοικοκυρά –
η τσιλιβήθρα ήτανε η ράφτρα της.
Τον χαζό μπορεί και να τον ξεγελούσε
το να μαζεύει βατόμουρα,
μα τα πετούσε πέρα μετά.
Η συρρικνωμένη ράφτρα χαμογελούσε.
Στη θάλασσα παντού, είχε στάξει
μπλε σαν ψάρι του Ατλαντικού,
η πανσιόν μας ξεμοναχιασμένη
λες κι είχε πάει να κλάψει.
Ασυνήθιστοι τύποι γερανιών
στριμώχνονταν στα μπροστινά παράθυρα,
τα πατώματα γυαλοκοπημένα με
μουσαμάδες πολλών ειδών.
Κάθε νύχτα στήναμε αυτί
για της κουκουβάγιας τη φωνή χωνιού.
Με της λάμπας τη φλόγα μέσ’ από το χωνί
γυαλοκοπούσε η ταπετσαρία.
Ο γίγαντας με το τραύλισμα
ήτανε της σπιτονοικοκυράς ο γιος,
που γκρίνιαζε στις σκάλες
σκυμμένος σε μια παλιά γραμματική.
Αυτός ήτανε σκυθρωπός
μα αυτή ήτανε χαρωπή.
Η κρεβατοκάμαρα ήτανε ψυχρή,
το πουπουλένιο κρεβάτι σιμά.
Ημαστε ξάγρυπνοι στο σκοτάδι στο
ρυάκι που υπνοβατούσε
κοντά στη θάλασσα
και τ’ όνειρό μας ακόμα σχεδόν ακουστό
~
μετάφραση: Γιώργος Παναγιωτίδης
πηγή