Σὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὸν ἥλιο τὴν λαίμαργη ἀστρονομία
δὲν εἶναι πιότερος ἀπὸ μιὰ πυγολαμπίδα ποὺ διαστέλλει
τὴν κίνηση μέσ᾿ στὸ ἄναυδο σκοτάδι.
Δὲν ἔχει πόσιμη σημασία νὰ σταλάξουμε
τσιγγούνικες ἀλήθειες καὶ σταγονίδια βεβαιότητας
δὲν ἔχει οὔτε μιὰ πρωτοτυπία ἡ ξεμυαλίστρα ἡ ἐξυπνάδα
πρωτότυπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δικάζει τὶς λέξεις
ἐκεῖνος ποὺ βάζει ποινὲς ὁλοένα στὰ δάχτυλά του
τὴν ὥρα ποὺ σέρνουν ἔρημα τὴν ἄλαλη πένα.
Δὲν ἔχει μητρότητα ὁ ἴλιγγος
δὲν ἔχει πατρότητα ἡ νύχτα.
Μίλησα κι ἄλλοτε γι᾿ αὐτὰ τὰ χαρτόνια.
Οἱ σκοτεινοί μας σύντροφοι: οἱ ἄκρες καὶ τὰ μάκρη
μὲ τοῦ κύκλου τ᾿ ἄγρια δῶρα μᾶς κοροιδεύουν.
Ἔχοντας πιὰ ξεπέσει ὁ γέροντας Εὐκλείδης
εἶν᾿ ἀπόβλητο τὸ μῆκος ὡς πράξη τοῦ σύμπαντος
καὶ τὸ ὕψος ἀνεύρετη μελῳδία στὰ πλάτη…
Τράβηξα τὴν σκονισμένη αἰωνιότητα σὰν κουρτίνα
μὲ τόση εὐκολία καὶ τά ῾χασα βλέποντας
τὸ λάγνο τίποτα τῆς ἀναφρόδιτης καμπύλης!
Ὁ ἄγγελος τότε τοῦ ἔαρός μου φώναξε: -Μὴ στενεύεις,
ἁγίαζε μονάχα, μὴ σκοπεύεις, κι ἀπ᾿ τὸ μειλίχιο
δαιμόνιο τῆς ἀγάπης πιὸ πέρ᾿ ἀκόμη τράβα κι ἂς εἶπες
θὰ κομματιάσω τὸν κόσμο γιὰ νὰ ματιάσω
τὴ δύναμη τῆς ἀλήθειας.
Ἔλα, λυτρώσου τώρα κι ἀπ᾿ τοῦ ἐρωτήματος τὴν ἔλλειψη
νὰ γίνεις ὀμορφότερος νὰ μείνεις ὄντως μόνος…
(Νίκος Καρούζος, Χορταριασμένα Χάσματα, 1974)
δὲν εἶναι πιότερος ἀπὸ μιὰ πυγολαμπίδα ποὺ διαστέλλει
τὴν κίνηση μέσ᾿ στὸ ἄναυδο σκοτάδι.
Δὲν ἔχει πόσιμη σημασία νὰ σταλάξουμε
τσιγγούνικες ἀλήθειες καὶ σταγονίδια βεβαιότητας
δὲν ἔχει οὔτε μιὰ πρωτοτυπία ἡ ξεμυαλίστρα ἡ ἐξυπνάδα
πρωτότυπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δικάζει τὶς λέξεις
ἐκεῖνος ποὺ βάζει ποινὲς ὁλοένα στὰ δάχτυλά του
τὴν ὥρα ποὺ σέρνουν ἔρημα τὴν ἄλαλη πένα.
Δὲν ἔχει μητρότητα ὁ ἴλιγγος
δὲν ἔχει πατρότητα ἡ νύχτα.
Μίλησα κι ἄλλοτε γι᾿ αὐτὰ τὰ χαρτόνια.
Οἱ σκοτεινοί μας σύντροφοι: οἱ ἄκρες καὶ τὰ μάκρη
μὲ τοῦ κύκλου τ᾿ ἄγρια δῶρα μᾶς κοροιδεύουν.
Ἔχοντας πιὰ ξεπέσει ὁ γέροντας Εὐκλείδης
εἶν᾿ ἀπόβλητο τὸ μῆκος ὡς πράξη τοῦ σύμπαντος
καὶ τὸ ὕψος ἀνεύρετη μελῳδία στὰ πλάτη…
Τράβηξα τὴν σκονισμένη αἰωνιότητα σὰν κουρτίνα
μὲ τόση εὐκολία καὶ τά ῾χασα βλέποντας
τὸ λάγνο τίποτα τῆς ἀναφρόδιτης καμπύλης!
Ὁ ἄγγελος τότε τοῦ ἔαρός μου φώναξε: -Μὴ στενεύεις,
ἁγίαζε μονάχα, μὴ σκοπεύεις, κι ἀπ᾿ τὸ μειλίχιο
δαιμόνιο τῆς ἀγάπης πιὸ πέρ᾿ ἀκόμη τράβα κι ἂς εἶπες
θὰ κομματιάσω τὸν κόσμο γιὰ νὰ ματιάσω
τὴ δύναμη τῆς ἀλήθειας.
Ἔλα, λυτρώσου τώρα κι ἀπ᾿ τοῦ ἐρωτήματος τὴν ἔλλειψη
νὰ γίνεις ὀμορφότερος νὰ μείνεις ὄντως μόνος…
(Νίκος Καρούζος, Χορταριασμένα Χάσματα, 1974)
Ο Νίκος Καρούζος (Ναύπλιο, 1926 - Αθήνα, 1990) ήταν ποιητής της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο
Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη
Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά από νευρικό
κλονισμό. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν
ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην
ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο
των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Σίμων ο Κυρηναίος" στο
περιοδικό "Ο Αιώνας μας". Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Η
επιστροφή του Χριστού" εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους
έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές "Η έλαφος των
άστρων", "Ο υπνόσακκος" και "Πενθήματα". Ακολούθησαν πολλές ακόμη
συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή
του τελευταίου του ποιητικού έργου "Αιώρηση", γραμμένου στις 29
Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο
τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο. Συνεργάστηκε με τα
περιοδικά όπως "Νέα Εστία", "Αθηναϊκά Γράμματα", "Ευθύνη", "Σπείρα",
"Τομές", "Η Λέξη". Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963), το
Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α΄ Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από
κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και το Α΄
Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988). Η ποίηση του Καρούζου έχει χαρακτηρισθεί
ως φιλοσοφική, θρησκευτική, μυστική, μα δεν είναι τόσο η μεταφυσική
διάσταση που τη διακρίνει, αλλά «μια υπαρξιακή πλησμονή, που τον ωθεί
πέρα από τα όρια του εγώ, προς τη συγχώνευση με το αισθητό σύμπαν»