Συχνά έχω τούτο το παράξενο και διαπεραστικό όνειρο
μιας γυναίκας άγνωστης που αγαπώ και με αγαπά
και που όμως δεν είναι κάθε φορά ούτε ακριβώς η ίδια
αλλά ούτε και κάποια άλλη, και με αγαπά και με καταλαβαίνει
μιας γυναίκας άγνωστης που αγαπώ και με αγαπά
και που όμως δεν είναι κάθε φορά ούτε ακριβώς η ίδια
αλλά ούτε και κάποια άλλη, και με αγαπά και με καταλαβαίνει
Γιατί εκείνη με καταλαβαίνει και η καρδιά μου είναι διάφανη
για αυτή μονάχα και τον ιδρώτα του χλωμού προσώπου μου
μονάχα αυτή ξέρει να δροσίζει με το κλάμα της
Να είναι άραγε καστανή, ξανθιά ή κοκκινομάλλα;
Δεν ξέρω το όνομά της; Θυμάμαι πως είναι γλυκό και εύηχο
σαν τα ονόματα των αγαπημένων που μας στέρησε η ζωή
Δεν ξέρω το όνομά της; Θυμάμαι πως είναι γλυκό και εύηχο
σαν τα ονόματα των αγαπημένων που μας στέρησε η ζωή
Το βλέμμα της είναι όμοιο με το βλέμμα των αγαλμάτων
και όσον αφορά τη φωνή της, απόμακρη και ήρεμη και σοβαρή,
με τη χροιά αγαπημένων φωνών που σώπασαν.
~
Το Οικείο Μου Όνειρο (Μτφρ: Ιωάννα Αβραμίδου)
Βλέπω συχνά ένα παράξενο
όνειρο και συγκινητικό
Για μια γυναίκα άγνωστη
που μ’ αγαπά και που την αγαπώ
Και κάθε φορά δεν είναι εντελώς αυτή
Ούτε και κάποια άλλη,
που μ’ αγαπά και με κατανοεί
Με κατανοεί και η καρδιά μου η διαφανής
Μόνον χάρη σ’ αυτήν αλί!
Παύει να με στενοχωρεί
Μόνο χάρη σ’ αυτήν,
και το νοτισμένο μου μέτωπο το ωχρό,
Μόνον αυτή κλαίει και το δροσίζει.
Είναι ξανθιά, κοκκινομάλα
ή μελαχρινή;-το αγνοώ
Τ’ όνομά της;
Θυμάμαι είναι γλυκό και ηχηρό
Όπως εκείνων που εξόρισε η ζωή
Το βλέμμα της ίδιο με βλέμμα αγαλμάτων
Κι όσο για τη μακρινή, ήρεμη, βαριά της φωνή
Αλλάζει ο τόνος της καθώς
αλλάζει κι η φωνή αγαπημένων
Πού’ χουν από καιρό αποδημήσει
όνειρο και συγκινητικό
Για μια γυναίκα άγνωστη
που μ’ αγαπά και που την αγαπώ
Και κάθε φορά δεν είναι εντελώς αυτή
Ούτε και κάποια άλλη,
που μ’ αγαπά και με κατανοεί
Με κατανοεί και η καρδιά μου η διαφανής
Μόνον χάρη σ’ αυτήν αλί!
Παύει να με στενοχωρεί
Μόνο χάρη σ’ αυτήν,
και το νοτισμένο μου μέτωπο το ωχρό,
Μόνον αυτή κλαίει και το δροσίζει.
Είναι ξανθιά, κοκκινομάλα
ή μελαχρινή;-το αγνοώ
Τ’ όνομά της;
Θυμάμαι είναι γλυκό και ηχηρό
Όπως εκείνων που εξόρισε η ζωή
Το βλέμμα της ίδιο με βλέμμα αγαλμάτων
Κι όσο για τη μακρινή, ήρεμη, βαριά της φωνή
Αλλάζει ο τόνος της καθώς
αλλάζει κι η φωνή αγαπημένων
Πού’ χουν από καιρό αποδημήσει