1
Τα πόδια σου αγγίζω στο σκοτάδι, τα χέρια σου στο φως,
και να πετάω μ' οδηγούν τα μάτια σου τ' αετίσια,
Ματίλδε, με τα φιλιά που έμαθα απ' το δικό σου στόμα
έμαθαν και τα χείλη μου ν' αναγνωρίζουν τη φωτιά.
Ω άκρα κληρονομημένα απ' το απόλυτο δημητριακό
τη βρώμη, εκτεταμένη η μάχη
καρδιά του λιβαδιού,
όταν έβαλα στον κόρφο σου τ' αυτιά μου,
το αίμα μου αντήχησε την αραουκάνικη συλλαβή σου.
2
Μόνος ποτέ, μαζί σου
στη γη,
διασχίζοντας τη φωτιά.
Μόνος ποτέ.
Μαζί σου στα δάση
μαζεύοντας από χάμω
το μουλιασμένο
βέλος
της αυγής,
το τρυφερό μούσκλι
της άνοιξης.
Μαζί σου
στη μάχη μου,
όχι σ' εκείνη που διάλεξα εγώ
μα
στη μοναδική,
Μαζί σου στους δρόμους
και στην άμμο, μαζί σου
ο έρωτας, η κούραση,
ο άρτος, ο οίνος,
η φτώχεια κι ο ήλιος ενός νομίσματος,
οι πληγές, η λύπη,
η χαρά.
Όλο το φως, το σκοτάδι,
τ' αστέρια,
όλο το κομμένο σιτάρι,
οι στεφάνες
του γιγάντιου ηλίανθου, γερμένες
από το βάρος του θησαυρού τους, το πέταγμα
το κορμοράνου, καρφωμένου
στον ουρανό
σαν σταυρός θαλασσινός,
όλα
το διάστημα, το φθινόπωρο, τα γαρίφαλα,
μόνος ποτέ, μαζί σου.
Μόνος ποτέ, μαζί σου, γη
Μαζί σου η θάλασσα, η ζωή,
ό,τι είμαι, ό,τι δίνω κι ό,τι τραγουδώ,
αυτή η ύλη
έρωτας, η γη,
η θάλασσα,
το ψωμί, η ζωή.
3
Εκεί που ήσουν Τι έκανες
Αχ αγάπη μου
όταν από τούτη την πόρτα
δεν μπήκες εσύ μα το σκοτάδι,
η μέρα
που είχε ξοδευτεί, όλα
αυτά που δεν είσαι,
βάλθηκα να σε ψάχνω
σ' όλες τις γωνιές,
μου φαινόταν
πως ήσουν μέσα στο ρολόι, πως ίσως
είχες κρυφτεί μες στον καθρέφτη,
πως είχες διπλώσει το τρελό σου γέλιο
και το
είχες αφήσει
για να ξεπηδήσει
πίσω από ένα τασάκι
δεν ήσουν πουθενά, ούτε το γέλιο σου
ούτε τα μαλλιά σου
ούτε οι γρήγορες πατημασιές σου
που τρέχουν
4
Τι προσφέρει στο χέρι σου από χρυσάφι το φύλλο του
φθινοπώρου που τραγουδάει
ή εσύ σκορπίζεις στάχτη στα μάτια του ουρανού
ή σε σένα παρέδωσε το μήλο το ευωδιαστό του φως
ή εσύ αποφάσισες το χρώμα του ωκεανού σε συνεργία
με το κύμα;
Ήταν ο νόμος της βροχής ν' αλλάξει την ουσία
του κλάματος, να πέφτει και να εξυψώνει, να εκπαιδεύει
την πικρή σιωπή
με λόγχες που ο άνεμος κι ο χρόνος μετασχηματίζουν
σε φύλλα και σ' αρώματα
και ξέρουμε πως η ενθουσιώδης μέρα που τρέχει
με το κάρο της όλο σιτάρι
είναι η ανθισμένη κίνηση ενός σίγλου σκοταδιού μέσα
στον κόσμο
κι εγώ αναρωτιέμαι μήπως εσύ δεν υφαίνεις τη μυστική λίμνη
του λευκού καραβιού που διασχίζει τη νύχτα τη νυχτερινή
ή μήπως από το μικροσκοπικό σου αίμα δε γεννιέται
το χρώμα του ροδάκινου
μήπως δεν είναι τα βαθιά σου χέρια αυτά που κάνουν
τα ποτάμια να ρέουν
μήπως δεν κάνουν τα μάτια σου ανοιχτά στη μέση
του καλοκαιρινού ουρανού
να πέσει από τον ήλιο στη γη το κίτρινο σπαθί του
Τότε διατρέχει η ακτίνα του διαπερνώντας την ελκυστική
σου κόμη
άμμους, άνθη, ηφαίστεια, γιασεμιά, ερήμους, ρίζες
και μεταφέρει το άρωμά σου στα αυγά του δάσους,
στο μανιασμένο ρόδο
των σερσέγκων, σφηκών, λιονταριών, ερπετών, γερακιών
και δαγκώνουν και τσιμπάνε και καρφώνουν και σπάνε
τα μάτια σου κλαίγοντας
αφού ήταν ο σπόρος σου στη γη, η πρόθυμη ωοθήκη σου
αυτή που σκόρπισε στη γη τη γλώσσα του οργισμένου ήλιου.
Ανάπαυσε τον αψεγάδιαστο γοφό σου και το τόξο
με τα βρεγμένα βέλη
άπλωσε στη νύχτα τα ανθοπέταλα που σχηματίζουν
το σχήμα σου
ώστε τα πόδια σου από άργιλο ν' ανέβουν τη σιωπή
και τη φωτεινή της σκάλα
σκαλί σκαλί πετώντας μαζί μου μες στ' όνειρο
νιώθω ν' ανεβαίνεις τότε στο δέντρο το σκοτεινό
που τραγουδάει στο σκοτάδι
Σκοτεινή είναι η νύχτα του κόσμου χωρίς εσένα
αγαπημένη μου,
κι ίσα που διακρίνω την καταγωγή, ίσα που καταλαβαίνω
τη γλώσσα,
με δυσκολίες αποκωδικοποιώ τα φύλλα των ευκαλύπτων.
Γι' αυτό αν απλώσεις το κορμί σου και ξαφνικά
στο σκοτεινό σκοτάδι
το αίμα σου ανέβει το ποτάμι του χρόνου κι ακούσω
να περνάει μέσ' απ' τον έρωτά μου ο καταρράχτης του ουρανού
κι εσύ ν' αποτελείς μέρος της φωτιάς που τρέχει
γράφοντας τη γενεαλογία μου
ας μου χαρίσει η χρυσή ζωή σου το κλαδί που είχα ανάγκη,
το άνθος που κατευθύνει τις ζωές και τις συνεχίζει,
το σιτάρι που πεθαίνει στο ψωμί και μοιράζει τη ζωή,
τον πηλό που έχει τα απαλότερα δάχτυλα του κόσμου,
τα τρένα που σφυρίζουν διασχίζοντας άγριες πόλεις,
το ματσάκι βιολέτες, το βάρος του χρυσού στη γη,
τον αφρό που ακολουθεί το πλοίο και πότε γεννιέται πότε
πεθαίνει και τη φτερούγα
από το θαλασσοπούλι που πετάει στο κύμα σαν σε καμπαναριό.
Περνάω το στενό μου βλέμμα από τη φοβερή περιοχή
των ηφαιστείων εκείνων που υπήρξαν η γενέθλια φωτιά,
η αγωνία,
τα δάση που κάηκαν ώσπου έγιναν αποκαΐδια με πούμα
και πουλιά,
κι εσύ, συντρόφισσα, ίσως είσαι κόρη του καπνού,
ίσως δεν ήξερες ότ' είσαι γέννημα του πυρός και της μανίας
η αναμμένη λάβα σχημάτισε με αστραπές το πορφυρό σου
στόμα,
το φύλο σου στο μούσκλι της καμμένης βελανιδιάς σαν ένα
δαχτυλίδι σε φωλιά
τα δάχτυλά σου εκεί μέσα στις φλόγες, το κορμί σου συμπαγές
βγήκε από τα φύλλα της φωτιάς και σ' αυτή τη μνήμη
όπου ακόμα μπορεί να παρατηρήσει κανείς το μακρινό σου
γένος αρτοποιείου
ακόμα είσαι ψωμί του δάσους, στάχτη από βίαιο σιτάρι.
Ω αγάπη, από το θάνατο στη ζωή ένα φύλλο του δάσους,
άλλο φύλλο,
σαπίζει το υπερήφανο φύλλωμα στο έδαφος, το παλάτι
του αέρα και του κελαηδίσματος, το μεγαλόπρεπο σπίτι
ντυμένο στα πράσινα
παρακμάζει στη σκιά, στο νερό, στο ρίγος.
Είναι γνωστό ότι εκεί βλάστησαν μες στην υγρή σαπίλα
λεπτεπίλεπτοι σπόροι και υψώνει ξανά η ακακία
την ευωδιά της στον κόσμο.
Αγάπη μου, κρυψώνα μου, σκληρή μου περιστέρα, κλαδί
μου από νύχτες, αστέρι μου από άμμο,
η σιγουριά της καταγωγής σου από άγριο τριαντάφυλλο
προστρέχει στους πολέμους της ψυχής μου καίγοντας στο
ύψωμα τη διάφανη πυρά
και προχωρώ στο δάσος τριγυρισμένος από
τους πληγωμένους ελέφαντες,
αντηχεί αλαλαγμός τυμπάνων που καλούν τη φωνή μου
στη βροχή
και προχωρώ, συντονίζω τα βήματά μου κατά το κέφι μου
ως τη στιγμή που αναδύεται ο πύργος σου κι ο τρούλος σου
και βρίσκω απλώνοντας το χέρι τ' ανήμερα μάτια σου
που κοίταζαν το όνειρό μου και τη ρίζα εκείνων
των σπαραγμών.
Η λεπτή νεαρή ώρα μεγάλωσε όπως μεγαλώνει η λεπτή
νέα σελήνη στον ουρανό της
μεγάλωσε πλέοντας στον αέρα χωρίς βιασύνη και δίχως κηλίδα
και δεν υποθέσαμε πως εσύ κι εγώ αποτελούσαμε μέρος
της κίνησής της,
κι ούτε μόνο μαλλιά, γλώσσες, αρτηρίες, αυτιά συνθέτουν
τη σκιά του ανθρώπου
αλλά σαν μια κλωστή, μια ίνα πιο σκληρή από οτιδήποτε
και από οποιονδήποτε
ο χρόνος ανεβαίνοντας και σπαταλώντας και μεγαλώνοντας
μες στη λεπτή τη νεαρή ώρα.
Ψάχνοντας για τα τείχη του Ανγκόλ στο φως της δροσιά
μες στην ομίχλη
μάθαμε πως δεν υπήρχαν πια, ο πόλεμος είχε καταπιεί
το προπύργιο από ξύλο μασίφ κι ίσα που διακρινόταν στο
ετοιμοθάνατο φως
η σκιά ή το ίχνος ή η σκόνη ενός οστού καμμένου.
Τα δάση του νυσταλέου Νότου σκέπασαν με περικοκλάδες
τον πόλεμο και την ειρήνη των νεκρών, την οργή και το
μακρινό αίμα.
Εξήντα τέσσερα χρόνια σέρνει αυτός ο αιώνας κι εξήντα
τούτη τη χρονιά κουβαλούσαν τα δικά μου, τώρα
ποιανού είναι τα μάτια που κοιτάζουν τους νεκρούς
αριθμούς;
Ποιος είσαι φίλε, εχθρέ της περιπλανώμενης ησυχίας μου
Γνωρίζεις πώς ήταν οι μέρες, το χρονικό,
οι επαναστάσεις, τα ταξίδια, οι πόλεμοι,
οι αρρώστιες, οι πλημμύρες, ο χρόνος που έμοιαζε κάποιες
φορές στρατιώτης νικημένος,
πώς έλιωσαν παπούτσια τρέχοντας στα γραφεία του
φθινοπώρου,
τι έκαναν οι άντρες μέσα σ' ένα ορυχείο, στο αργυρόχρωμο
ύψωμα Τσουκικαμάτα
ή στην ανταρκτική θάλασσα της Χιλής την απέραντη μες
σ' ένα πλοίο σκεπασμένο από χιόνι
Δεν πειράζει, τα παλιά μου βήματα θα σου δείξουν και
θα σου τραγουδήσουν
το πικρό και ηλεκτρικό αυτού του βρώμικου και ακτινοβόλου
χρόνου που είχε
κυνόδοντες ύαινας, ατομικά μπλουζάκια και φτερούγες
κεραυνού,
για σένα που έχεις τα μάτια που δε γεννήθηκαν ακόμα
θ' ανοίξω τις σελίδες τις καμωμένες από σίδερο κι από
δροσιά ενός αιώνα καταραμένου μα κι ευλογημένου,
ενός αιώνα μελανού, με χρώμα ανθρώπων σκοτεινών και
φιμωμένου στόματος
που όταν έζησα άρχισαν να έχουν συνείδηση και υπονόμους,
να έχουν σημαία που οι αιώνες την έβαψαν με αίμα και
βασανισμό.
5
Από τον ουρανό πλησιάζω
τον κόκκινο κεραυνό της κόμης σου.
Από γη και σιτάρι είμαι και καθώς πλησιάζω
η φωτιά σου ετοιμάζεται
μέσα μου κι ανάβει
τις πέτρες και το αλέυρι.
Γι' αυτό η καρδιά μου
μεγαλώνει κι ανεβαίνει και γίνεται
ψωμί το στόμα σου να το καταβροχθίσει,
και το αίμα μου είναι το κρασί που σε περιμένει.
Εσύ κι εγώ είμαστε η γη με τους καρπούς της.
Ψωμί, φωτιά, αίμα και κρασί
είναι η γήινη αγάπη που μας κατακαίει.
6
Καρδιά μου, ήλιε
της φτώχειας μου,
αυτή είναι η μέρα,
ξέρεις;
η μέρα αυτή,
πέρασε σχεδόν λησμονημένη
ανάμεσα στη μία νύχτα
και την άλλη,
ανάμεσα
στον ήλιο και το φεγγάρι,
τα ευχάριστα καθήκοντα
και τη δουλειά,
πέρασε σχεδόν
τρέχοντας
στο ρέμα
σχεδόν διέσχισε
τα νερά
διάφανη
και τότε
εσύ στο χέρι σου
τη σήκωσες
δροσερό
ψάρι
του ουρανού,
τεράστια σταγόνα δροσιάς,
γεμάτη
από ευωδιά ζώσα
νοτισμένη
από εκείνη
την πρωινή καμπάνα
σαν το τρέμουλο
του τριφυλλιού
την αυγή,
έτσι
πέρασε από τα χέρια μου
κι έγινε
σημαία
δική σου
και δική μου,
ανάμνηση,
και διατρέξαμε
άλλους δρόμους
γυρεύοντας
ψωμί,
μπουκάλια
εκτυφλωτικά,
ένα κομματάκι
γαλοπούλας,
λεμόνια,
ένα
κλαδί
ολάνθιστο
όπως
εκείνη
η μέρα
η ανθισμένη
που
από το πλοίο,
περιβαλλόμενη
από το σκούρο
γαλάζιο της ιερής θάλασσας
τα μικρά σου
πέλματα σ' έφεραν
κατεβαίνοντας
σκαλί σκαλί
ως την καρδιά μου,
και το ψωμί, τα λουλούδια
η κάθετη
χορωδία
του μεσημεριού,
μια μέλισσα θαλασσινή
πάνω στους λεμονανθούς,
όλο εκείνο,
το νέρο
φως που καμιά
καταιγίδα
δεν έσβησε στην κατοικία μας
ξανάρθε,
αναδύθηκε κι έζησε εκ νέου,
κατέφαγε
από δροσιά το ημερολόγιο.
Δοξασμένη να είναι η μέρα
κι εκείνη η μέρα.
Δοξασμένη να είναι
αυτή
κι η κάθε μέρα.
Η θάλασσα
θα σείσει το καμπαναριό της.
Ο ήλιος είναι ένα λεπτό φύλλο χρυσού.
Κι ο κόσμος έχει γιορτή.
Αγάπη, ανεξάντλητο είναι το κρασί μας.
Τα πόδια σου αγγίζω στο σκοτάδι, τα χέρια σου στο φως,
και να πετάω μ' οδηγούν τα μάτια σου τ' αετίσια,
Ματίλδε, με τα φιλιά που έμαθα απ' το δικό σου στόμα
έμαθαν και τα χείλη μου ν' αναγνωρίζουν τη φωτιά.
Ω άκρα κληρονομημένα απ' το απόλυτο δημητριακό
τη βρώμη, εκτεταμένη η μάχη
καρδιά του λιβαδιού,
όταν έβαλα στον κόρφο σου τ' αυτιά μου,
το αίμα μου αντήχησε την αραουκάνικη συλλαβή σου.
2
Μόνος ποτέ, μαζί σου
στη γη,
διασχίζοντας τη φωτιά.
Μόνος ποτέ.
Μαζί σου στα δάση
μαζεύοντας από χάμω
το μουλιασμένο
βέλος
της αυγής,
το τρυφερό μούσκλι
της άνοιξης.
Μαζί σου
στη μάχη μου,
όχι σ' εκείνη που διάλεξα εγώ
μα
στη μοναδική,
Μαζί σου στους δρόμους
και στην άμμο, μαζί σου
ο έρωτας, η κούραση,
ο άρτος, ο οίνος,
η φτώχεια κι ο ήλιος ενός νομίσματος,
οι πληγές, η λύπη,
η χαρά.
Όλο το φως, το σκοτάδι,
τ' αστέρια,
όλο το κομμένο σιτάρι,
οι στεφάνες
του γιγάντιου ηλίανθου, γερμένες
από το βάρος του θησαυρού τους, το πέταγμα
το κορμοράνου, καρφωμένου
στον ουρανό
σαν σταυρός θαλασσινός,
όλα
το διάστημα, το φθινόπωρο, τα γαρίφαλα,
μόνος ποτέ, μαζί σου.
Μόνος ποτέ, μαζί σου, γη
Μαζί σου η θάλασσα, η ζωή,
ό,τι είμαι, ό,τι δίνω κι ό,τι τραγουδώ,
αυτή η ύλη
έρωτας, η γη,
η θάλασσα,
το ψωμί, η ζωή.
3
Εκεί που ήσουν Τι έκανες
Αχ αγάπη μου
όταν από τούτη την πόρτα
δεν μπήκες εσύ μα το σκοτάδι,
η μέρα
που είχε ξοδευτεί, όλα
αυτά που δεν είσαι,
βάλθηκα να σε ψάχνω
σ' όλες τις γωνιές,
μου φαινόταν
πως ήσουν μέσα στο ρολόι, πως ίσως
είχες κρυφτεί μες στον καθρέφτη,
πως είχες διπλώσει το τρελό σου γέλιο
και το
είχες αφήσει
για να ξεπηδήσει
πίσω από ένα τασάκι
δεν ήσουν πουθενά, ούτε το γέλιο σου
ούτε τα μαλλιά σου
ούτε οι γρήγορες πατημασιές σου
που τρέχουν
4
Τι προσφέρει στο χέρι σου από χρυσάφι το φύλλο του
φθινοπώρου που τραγουδάει
ή εσύ σκορπίζεις στάχτη στα μάτια του ουρανού
ή σε σένα παρέδωσε το μήλο το ευωδιαστό του φως
ή εσύ αποφάσισες το χρώμα του ωκεανού σε συνεργία
με το κύμα;
Ήταν ο νόμος της βροχής ν' αλλάξει την ουσία
του κλάματος, να πέφτει και να εξυψώνει, να εκπαιδεύει
την πικρή σιωπή
με λόγχες που ο άνεμος κι ο χρόνος μετασχηματίζουν
σε φύλλα και σ' αρώματα
και ξέρουμε πως η ενθουσιώδης μέρα που τρέχει
με το κάρο της όλο σιτάρι
είναι η ανθισμένη κίνηση ενός σίγλου σκοταδιού μέσα
στον κόσμο
κι εγώ αναρωτιέμαι μήπως εσύ δεν υφαίνεις τη μυστική λίμνη
του λευκού καραβιού που διασχίζει τη νύχτα τη νυχτερινή
ή μήπως από το μικροσκοπικό σου αίμα δε γεννιέται
το χρώμα του ροδάκινου
μήπως δεν είναι τα βαθιά σου χέρια αυτά που κάνουν
τα ποτάμια να ρέουν
μήπως δεν κάνουν τα μάτια σου ανοιχτά στη μέση
του καλοκαιρινού ουρανού
να πέσει από τον ήλιο στη γη το κίτρινο σπαθί του
Τότε διατρέχει η ακτίνα του διαπερνώντας την ελκυστική
σου κόμη
άμμους, άνθη, ηφαίστεια, γιασεμιά, ερήμους, ρίζες
και μεταφέρει το άρωμά σου στα αυγά του δάσους,
στο μανιασμένο ρόδο
των σερσέγκων, σφηκών, λιονταριών, ερπετών, γερακιών
και δαγκώνουν και τσιμπάνε και καρφώνουν και σπάνε
τα μάτια σου κλαίγοντας
αφού ήταν ο σπόρος σου στη γη, η πρόθυμη ωοθήκη σου
αυτή που σκόρπισε στη γη τη γλώσσα του οργισμένου ήλιου.
Ανάπαυσε τον αψεγάδιαστο γοφό σου και το τόξο
με τα βρεγμένα βέλη
άπλωσε στη νύχτα τα ανθοπέταλα που σχηματίζουν
το σχήμα σου
ώστε τα πόδια σου από άργιλο ν' ανέβουν τη σιωπή
και τη φωτεινή της σκάλα
σκαλί σκαλί πετώντας μαζί μου μες στ' όνειρο
νιώθω ν' ανεβαίνεις τότε στο δέντρο το σκοτεινό
που τραγουδάει στο σκοτάδι
Σκοτεινή είναι η νύχτα του κόσμου χωρίς εσένα
αγαπημένη μου,
κι ίσα που διακρίνω την καταγωγή, ίσα που καταλαβαίνω
τη γλώσσα,
με δυσκολίες αποκωδικοποιώ τα φύλλα των ευκαλύπτων.
Γι' αυτό αν απλώσεις το κορμί σου και ξαφνικά
στο σκοτεινό σκοτάδι
το αίμα σου ανέβει το ποτάμι του χρόνου κι ακούσω
να περνάει μέσ' απ' τον έρωτά μου ο καταρράχτης του ουρανού
κι εσύ ν' αποτελείς μέρος της φωτιάς που τρέχει
γράφοντας τη γενεαλογία μου
ας μου χαρίσει η χρυσή ζωή σου το κλαδί που είχα ανάγκη,
το άνθος που κατευθύνει τις ζωές και τις συνεχίζει,
το σιτάρι που πεθαίνει στο ψωμί και μοιράζει τη ζωή,
τον πηλό που έχει τα απαλότερα δάχτυλα του κόσμου,
τα τρένα που σφυρίζουν διασχίζοντας άγριες πόλεις,
το ματσάκι βιολέτες, το βάρος του χρυσού στη γη,
τον αφρό που ακολουθεί το πλοίο και πότε γεννιέται πότε
πεθαίνει και τη φτερούγα
από το θαλασσοπούλι που πετάει στο κύμα σαν σε καμπαναριό.
Περνάω το στενό μου βλέμμα από τη φοβερή περιοχή
των ηφαιστείων εκείνων που υπήρξαν η γενέθλια φωτιά,
η αγωνία,
τα δάση που κάηκαν ώσπου έγιναν αποκαΐδια με πούμα
και πουλιά,
κι εσύ, συντρόφισσα, ίσως είσαι κόρη του καπνού,
ίσως δεν ήξερες ότ' είσαι γέννημα του πυρός και της μανίας
η αναμμένη λάβα σχημάτισε με αστραπές το πορφυρό σου
στόμα,
το φύλο σου στο μούσκλι της καμμένης βελανιδιάς σαν ένα
δαχτυλίδι σε φωλιά
τα δάχτυλά σου εκεί μέσα στις φλόγες, το κορμί σου συμπαγές
βγήκε από τα φύλλα της φωτιάς και σ' αυτή τη μνήμη
όπου ακόμα μπορεί να παρατηρήσει κανείς το μακρινό σου
γένος αρτοποιείου
ακόμα είσαι ψωμί του δάσους, στάχτη από βίαιο σιτάρι.
Ω αγάπη, από το θάνατο στη ζωή ένα φύλλο του δάσους,
άλλο φύλλο,
σαπίζει το υπερήφανο φύλλωμα στο έδαφος, το παλάτι
του αέρα και του κελαηδίσματος, το μεγαλόπρεπο σπίτι
ντυμένο στα πράσινα
παρακμάζει στη σκιά, στο νερό, στο ρίγος.
Είναι γνωστό ότι εκεί βλάστησαν μες στην υγρή σαπίλα
λεπτεπίλεπτοι σπόροι και υψώνει ξανά η ακακία
την ευωδιά της στον κόσμο.
Αγάπη μου, κρυψώνα μου, σκληρή μου περιστέρα, κλαδί
μου από νύχτες, αστέρι μου από άμμο,
η σιγουριά της καταγωγής σου από άγριο τριαντάφυλλο
προστρέχει στους πολέμους της ψυχής μου καίγοντας στο
ύψωμα τη διάφανη πυρά
και προχωρώ στο δάσος τριγυρισμένος από
τους πληγωμένους ελέφαντες,
αντηχεί αλαλαγμός τυμπάνων που καλούν τη φωνή μου
στη βροχή
και προχωρώ, συντονίζω τα βήματά μου κατά το κέφι μου
ως τη στιγμή που αναδύεται ο πύργος σου κι ο τρούλος σου
και βρίσκω απλώνοντας το χέρι τ' ανήμερα μάτια σου
που κοίταζαν το όνειρό μου και τη ρίζα εκείνων
των σπαραγμών.
Η λεπτή νεαρή ώρα μεγάλωσε όπως μεγαλώνει η λεπτή
νέα σελήνη στον ουρανό της
μεγάλωσε πλέοντας στον αέρα χωρίς βιασύνη και δίχως κηλίδα
και δεν υποθέσαμε πως εσύ κι εγώ αποτελούσαμε μέρος
της κίνησής της,
κι ούτε μόνο μαλλιά, γλώσσες, αρτηρίες, αυτιά συνθέτουν
τη σκιά του ανθρώπου
αλλά σαν μια κλωστή, μια ίνα πιο σκληρή από οτιδήποτε
και από οποιονδήποτε
ο χρόνος ανεβαίνοντας και σπαταλώντας και μεγαλώνοντας
μες στη λεπτή τη νεαρή ώρα.
Ψάχνοντας για τα τείχη του Ανγκόλ στο φως της δροσιά
μες στην ομίχλη
μάθαμε πως δεν υπήρχαν πια, ο πόλεμος είχε καταπιεί
το προπύργιο από ξύλο μασίφ κι ίσα που διακρινόταν στο
ετοιμοθάνατο φως
η σκιά ή το ίχνος ή η σκόνη ενός οστού καμμένου.
Τα δάση του νυσταλέου Νότου σκέπασαν με περικοκλάδες
τον πόλεμο και την ειρήνη των νεκρών, την οργή και το
μακρινό αίμα.
Εξήντα τέσσερα χρόνια σέρνει αυτός ο αιώνας κι εξήντα
τούτη τη χρονιά κουβαλούσαν τα δικά μου, τώρα
ποιανού είναι τα μάτια που κοιτάζουν τους νεκρούς
αριθμούς;
Ποιος είσαι φίλε, εχθρέ της περιπλανώμενης ησυχίας μου
Γνωρίζεις πώς ήταν οι μέρες, το χρονικό,
οι επαναστάσεις, τα ταξίδια, οι πόλεμοι,
οι αρρώστιες, οι πλημμύρες, ο χρόνος που έμοιαζε κάποιες
φορές στρατιώτης νικημένος,
πώς έλιωσαν παπούτσια τρέχοντας στα γραφεία του
φθινοπώρου,
τι έκαναν οι άντρες μέσα σ' ένα ορυχείο, στο αργυρόχρωμο
ύψωμα Τσουκικαμάτα
ή στην ανταρκτική θάλασσα της Χιλής την απέραντη μες
σ' ένα πλοίο σκεπασμένο από χιόνι
Δεν πειράζει, τα παλιά μου βήματα θα σου δείξουν και
θα σου τραγουδήσουν
το πικρό και ηλεκτρικό αυτού του βρώμικου και ακτινοβόλου
χρόνου που είχε
κυνόδοντες ύαινας, ατομικά μπλουζάκια και φτερούγες
κεραυνού,
για σένα που έχεις τα μάτια που δε γεννήθηκαν ακόμα
θ' ανοίξω τις σελίδες τις καμωμένες από σίδερο κι από
δροσιά ενός αιώνα καταραμένου μα κι ευλογημένου,
ενός αιώνα μελανού, με χρώμα ανθρώπων σκοτεινών και
φιμωμένου στόματος
που όταν έζησα άρχισαν να έχουν συνείδηση και υπονόμους,
να έχουν σημαία που οι αιώνες την έβαψαν με αίμα και
βασανισμό.
5
Από τον ουρανό πλησιάζω
τον κόκκινο κεραυνό της κόμης σου.
Από γη και σιτάρι είμαι και καθώς πλησιάζω
η φωτιά σου ετοιμάζεται
μέσα μου κι ανάβει
τις πέτρες και το αλέυρι.
Γι' αυτό η καρδιά μου
μεγαλώνει κι ανεβαίνει και γίνεται
ψωμί το στόμα σου να το καταβροχθίσει,
και το αίμα μου είναι το κρασί που σε περιμένει.
Εσύ κι εγώ είμαστε η γη με τους καρπούς της.
Ψωμί, φωτιά, αίμα και κρασί
είναι η γήινη αγάπη που μας κατακαίει.
6
Καρδιά μου, ήλιε
της φτώχειας μου,
αυτή είναι η μέρα,
ξέρεις;
η μέρα αυτή,
πέρασε σχεδόν λησμονημένη
ανάμεσα στη μία νύχτα
και την άλλη,
ανάμεσα
στον ήλιο και το φεγγάρι,
τα ευχάριστα καθήκοντα
και τη δουλειά,
πέρασε σχεδόν
τρέχοντας
στο ρέμα
σχεδόν διέσχισε
τα νερά
διάφανη
και τότε
εσύ στο χέρι σου
τη σήκωσες
δροσερό
ψάρι
του ουρανού,
τεράστια σταγόνα δροσιάς,
γεμάτη
από ευωδιά ζώσα
νοτισμένη
από εκείνη
την πρωινή καμπάνα
σαν το τρέμουλο
του τριφυλλιού
την αυγή,
έτσι
πέρασε από τα χέρια μου
κι έγινε
σημαία
δική σου
και δική μου,
ανάμνηση,
και διατρέξαμε
άλλους δρόμους
γυρεύοντας
ψωμί,
μπουκάλια
εκτυφλωτικά,
ένα κομματάκι
γαλοπούλας,
λεμόνια,
ένα
κλαδί
ολάνθιστο
όπως
εκείνη
η μέρα
η ανθισμένη
που
από το πλοίο,
περιβαλλόμενη
από το σκούρο
γαλάζιο της ιερής θάλασσας
τα μικρά σου
πέλματα σ' έφεραν
κατεβαίνοντας
σκαλί σκαλί
ως την καρδιά μου,
και το ψωμί, τα λουλούδια
η κάθετη
χορωδία
του μεσημεριού,
μια μέλισσα θαλασσινή
πάνω στους λεμονανθούς,
όλο εκείνο,
το νέρο
φως που καμιά
καταιγίδα
δεν έσβησε στην κατοικία μας
ξανάρθε,
αναδύθηκε κι έζησε εκ νέου,
κατέφαγε
από δροσιά το ημερολόγιο.
Δοξασμένη να είναι η μέρα
κι εκείνη η μέρα.
Δοξασμένη να είναι
αυτή
κι η κάθε μέρα.
Η θάλασσα
θα σείσει το καμπαναριό της.
Ο ήλιος είναι ένα λεπτό φύλλο χρυσού.
Κι ο κόσμος έχει γιορτή.
Αγάπη, ανεξάντλητο είναι το κρασί μας.
~
Από το βιβλίο «Τα πόδια σου αγγίζω στο σκοτάδι και άλλα ανέκδοτα ποιήματα
Απόδοση: Αγαθή Δημητρούκα. Εκδόσεις Πατάκη, 2017
Απόδοση: Αγαθή Δημητρούκα. Εκδόσεις Πατάκη, 2017