Αντί γι’ αστέρι μια ουλή έλαμπε πάνω απ’ τη γέννησή μου·
οι πόνοι που δοκίμαζα στο απηχτό μου σώμα
πίσω με σπρώχναν στο σκοτάδι της αρχής,
μπουσούλαγα στο τίποτα, τα δάχτυλα μικρούτσικα
κρατάγανε το θάνατο, μαύρο γυαλιστερό παιχνίδι.
Δε θυμάμαι πώς έγινε κι άνθισα σε πληγή
πώς έμαθα να ισορροπώ ανάμεσα στο πύο
και στα ανοιχτά μου μάτια,
μα εκεί που η μάνα μου λογάριαζε πως σαν το φύλλο στο νερό
θα μ’ έπαιρνε αταξίδευτη το ρέμα του θανάτου,
με είδε αναπάντεχα να βγαίνω απ’ τα σκοτάδια.
Ποιος ξέρει μέσα σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν,
τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα,
τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτριά της
η ζωή…
Ήταν εκβιασμός, συμφωνία, απειλή,
να είμαι ευγνώμων θα έπρεπε για το πετσοκομμένο δώρο της ύπαρξης
ή εκδικητική; Να κοιτάω ψηλά
οι πόνοι που δοκίμαζα στο απηχτό μου σώμα
πίσω με σπρώχναν στο σκοτάδι της αρχής,
μπουσούλαγα στο τίποτα, τα δάχτυλα μικρούτσικα
κρατάγανε το θάνατο, μαύρο γυαλιστερό παιχνίδι.
Δε θυμάμαι πώς έγινε κι άνθισα σε πληγή
πώς έμαθα να ισορροπώ ανάμεσα στο πύο
και στα ανοιχτά μου μάτια,
μα εκεί που η μάνα μου λογάριαζε πως σαν το φύλλο στο νερό
θα μ’ έπαιρνε αταξίδευτη το ρέμα του θανάτου,
με είδε αναπάντεχα να βγαίνω απ’ τα σκοτάδια.
Ποιος ξέρει μέσα σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν,
τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα,
τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτριά της
η ζωή…
Ήταν εκβιασμός, συμφωνία, απειλή,
να είμαι ευγνώμων θα έπρεπε για το πετσοκομμένο δώρο της ύπαρξης
ή εκδικητική; Να κοιτάω ψηλά
με είχανε διατάξει ή χαμηλά στη ρίζα της συγγνώμης;
Ποιας συγγνώμης, γιατί; Ποιο ήταν το βάρος
το τόσο ασήκωτο που πριν καν ξεκινήσω
με είχε εξουθενώσει ή μήπως άλλο φορτίο ανάλαβα
και κούτσα κούτσα θα το πήγαινα ως το τέλος;
Έζησα και άρχισα να παίζω.
Μ’ εμπιστοσύνη στηριζόμουνα στο μηχάνημα
κι ανέβαινα τις σκάλες.
Στο πατάρι έστησα το βασίλειο των ονείρων μου από κομμένα φιγουρίνια·
Ποιας συγγνώμης, γιατί; Ποιο ήταν το βάρος
το τόσο ασήκωτο που πριν καν ξεκινήσω
με είχε εξουθενώσει ή μήπως άλλο φορτίο ανάλαβα
και κούτσα κούτσα θα το πήγαινα ως το τέλος;
Έζησα και άρχισα να παίζω.
Μ’ εμπιστοσύνη στηριζόμουνα στο μηχάνημα
κι ανέβαινα τις σκάλες.
Στο πατάρι έστησα το βασίλειο των ονείρων μου από κομμένα φιγουρίνια·
Φλωρεντία την έλεγα τη μαγική μου πόλη, κυρίες λεπτεπίλεπτες και κύριοι με καπέλο.
Στην πορτούλα δίπλα ήταν το καζανάκι του μπάνιου,
που ξέσπαγε πού και πού σαν κεραυνός
πάνω από τις άυλες συνήθειες των ηρώων μου.
Από κάτω ανέβαινε η ζέστα του κόσμου τούτου, η κουζίνα ολόκληρη με μυρωδιές, θορύους γνώστούς, σπιτικές φωνές: Τι ώρα είναι; Καθάρισες πατάτες;
Η κουζίνα και η χάρτινη μου φαντασία, τόσο νωρίς λοιπόν χαράζονται οι πόλοι;
Στην πορτούλα δίπλα ήταν το καζανάκι του μπάνιου,
που ξέσπαγε πού και πού σαν κεραυνός
πάνω από τις άυλες συνήθειες των ηρώων μου.
Από κάτω ανέβαινε η ζέστα του κόσμου τούτου, η κουζίνα ολόκληρη με μυρωδιές, θορύους γνώστούς, σπιτικές φωνές: Τι ώρα είναι; Καθάρισες πατάτες;
Η κουζίνα και η χάρτινη μου φαντασία, τόσο νωρίς λοιπόν χαράζονται οι πόλοι;
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (Αθήνα, 1939 - Αθήνα, 2020) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια. Σπούδασε στην Αθήνα, στη Νότια Γαλλία και στην Ελβετία (Πανεπιστήμιο της Γενεύης). Ήταν διπλωματούχος της Σχολής Μεταφραστών και Διερμηνέων (αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά). Ήταν πνευματική κόρη του Νίκου Καζαντζάκη, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον πατέρα της. Μόλις στα 17 της χρόνια δημοσίευσε στο περιοδικό Καινούργια Εποχή το ποίημα της «Μοναξιά» μετά από παρότρυνση του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος έστειλε γράμμα στον Γιάννη Γουδέλη, τον διευθυντή της Καινούργιας εποχής γράφοντας: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μία κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ!». Από τότε άνοιξε ο δρόμος για την ενασχόληση της με την ποίηση και τη μετάφραση. Άρθρα για την ποίηση και την μετάφραση της ποίησης έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Το έργο της έχει μεταφραστεί σε περισσότερες των δέκα γλωσσών και ποιήματα της εμπεριέχονται σε λογοτεχνικές ανθολογίες. Αρχή και τέλος για εκείνη η ποίηση του Καβάφη. Είχε μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Πούσκιν, Μαγιακόβσκι, Σαίξπηρ, Μπέκετ, Μπρόντσκι, Λέρμοντοφ, Ντέρεκ Ούολκοτ, Σύλβια Πλαθ, Ντίλαν Τόμας. κ.ά. Η ποίησή της διακρίνεται από μια έντονη καταφυγή σε φανταστικές χώρες. Το 2014 συμμετείχε στην ταινία Μητριαρχία. Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch). Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών). Το 2014 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.