Σα θά ’ρθει, Θεέ μου, ο Χάρος να με πάρει
για να με πάει κοντά Σου, κάνε μου τη χάρη,
μια μέρα να ’ναι που όλ’ η χώρα θα γιορτάζει.
Καθώς το συνηθίζω κι εδώ κάτου,
το δρόμο που στο κέφι μου ταιριάζει,
ποθώ να πάρω για να φτάσω στου θανάτου
και στου Παράδεισου τη χώρα, που εκεί πέρα
τ’ αστέρια φέγγουν όλη μέρα.
Στο χέρι μου θα πάρω το ραβδί μου
για να με πάει κοντά Σου, κάνε μου τη χάρη,
μια μέρα να ’ναι που όλ’ η χώρα θα γιορτάζει.
Καθώς το συνηθίζω κι εδώ κάτου,
το δρόμο που στο κέφι μου ταιριάζει,
ποθώ να πάρω για να φτάσω στου θανάτου
και στου Παράδεισου τη χώρα, που εκεί πέρα
τ’ αστέρια φέγγουν όλη μέρα.
Στο χέρι μου θα πάρω το ραβδί μου
και την πλατιά τη δημοσιά θ’ ακολουθήσω,
και στους γαϊδάρους, που είν’ οι φίλοι οι γκαρδιακοί μου,
και στους γαϊδάρους, που είν’ οι φίλοι οι γκαρδιακοί μου,
θα πω και θα μιλήσω:
Με λένε Φρανσί Ζαμ κι ευθεία τραβάω γραμμή
για τον Παράδεισο. Δεν έχει ο Θεούλης πιθαμή
που να τη λένε Κόλαση. Μαζί μου ελάτε
σεις, που τον αίθριο ουρανό αγαπάτε,
φτωχά μου ζώα, που απότομα τ’ αυτιά κουνάτε,
τις μύγες για να διώχτε, το μελίσσι,
το χέρι που ζητάει να σας χτυπήσει...
Να εμφανισθώ, για χάρη το ζητάω,
στα ζώα τούτα ανάμεσα, που τ’ αγαπάω,
γιατί γλυκά την κεφαλή τους σκύβουν,
τα ποδαράκια τους, σα σταματούνε, σμίγουν
με χάρη και με γλύκα, που σε θλίβουν.
Θα φτάσω ακλουθημένος απ’ τα μύρια αυτιά τους·
ακλουθημένος απ’ τα ζώα που στα πλευρά τους
με κόφες φορτωμένα τα ’χανε μεγάλες·
κι ακλουθημένος απ’ τα ζώα που έχουν τραβήξει
καρότσες σαλτιμπάγκων ή κι αμάξια μ’ άλλες
πραμάτειες· απ’ τα ζώα που έχουν βαστήξει
στη ράχη νεροβάρελα, σταμνιά·
κι απ’ τις γαϊδάρες, θά ’ρθω ακλουθημένος,
που έχουν κοιλιές γεμάτες σαν ασκιά
και που ο βηματισμός τους είναι τσακισμένος·
ακλουθημένος θά ρθω κι απ’ τα γαϊδουράκια,
που για να γιάνουν οι πληγές οι αφορμισμένες,
που μύγες προκαλέσαν μανιασμένες,
ντυμένα τα ’χουν με παντελονάκια.
Με τους γαϊδάρους, Θεέ μου, κάνε μου τη χάρη
να ’ρθω κοντά Σου· στείλε να μας πάρει
χορός αγγέλων και στους τόπους να μας πάει
που τρέχουν νερά και τρέμουνε κεράσια,
κεράσια λεία ωσάν τη σάρκα, που γελάει
και σφιχτοδένει τα κοράσια.
Και κάνε μου τη χάρη, στων ψυχών τη χώρα,
σκυμμένος πάνω στα νερά τα θεία,
να μοιάσω στους γαϊδάρους, που όλην ώρα
θα καθρεφτίζουν τη γλυκιά, την ταπεινή
και τη φτωχή τους παρουσία
μέσ’ στης αγάπης της αιώνιας τ’ άχραντο γυαλί.
~
μτφρ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος