Στην Γκλόρια Τζίνερ και στον Φερνάνδο ντε λος Ρίος
Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω!
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλώνια.
Η βάρκα πάνω στη θάλασσα,
το άλογο πέρα στις ράχες.
Έχοντας ίσκιο στη ζώνη της
εκείνη ονειρεύεται στα κάγκελα
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη,
με μάτια από κρύο ασήμι.
Πράσινο, πράσινο πώς σ’ αγαπάω!
Στο φως της τσιγγάνας σελήνης
τα πράματα, να, την κοιτάζουν
που αυτή δεν μπορεί να κοιτάξει.
Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω.
Διάπλατα αστέρια από πάχνη
έρχονται με του ίσκιου το ψάρι,
που ανοίγει το δρόμο στη μέρα.
Τρίβει η συκιά τον αγέρα
με των κλαδιών της τα λέπια,
και στο βουνό, γάτος κλέφτης,
τραχιές τις αγαύες του ορθώνει.
Μα ποιος θε νάρθει; Και πούθε;
Στη βίγλα κάθεται κι ονειρεύεται,
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη,
το πικρό κύμα όνειρό της.
Κουμπάρε, θέλω ν’ αλλάξω
το σπίτι σου με τ’ άλογό μου,
τη σέλα μου με τον καθρέφτη σου,
την κάπα σου με το σουγιά μου.
Κουμπάρε, έρχομαι λαβωμένος
από τα στενά της Κάμπρα.
Αν μπορούσα, παλικάρι,
θάκλεινα τη συμφωνία.
Αλλά εγώ δεν είμ’ εγώ
και μήτε το σπίτι μου ορίζω.
Κουμπάρε, λέω να πεθάνω
ήσυχα μες στο κρεβάτι μου.
Αν γίνεται, νάναι ατσαλένιο
και με σεντόνια απ’ την Ολλανδία.
Δε βλέπεις την πληγή που έχω
από το λαιμό ως τα στήθια;
Τρακόσια βαθύχρωμα ρόδα
έχει η άσπρη ποδιά σου.
Το αίμα σου αναβράει και μυρίζει
απ’ το ζωνάρι σου γύρω.
Αλλά εγώ δεν είμ’ εγώ
μήτε και το σπίτι μου ορίζω.
Αφήστε με ωστόσο ν’ ανέβω
ψηλά, ως εκεί πάνω στις βίγλες
αφήστε με ν’ ανέβω, αφήστε με,
απάνω στις πράσινες βίγλες!
Στα φεγγαρίσια μπαλκόνια
που ολούθε νερό αντιβουίζει.
Να, οι δυο κουμπάροι ανεβαίνουν
ψηλάμ ως εκεί πάνω στις βίγλες.
Αφήνουν ένα χνάρι από αίμα.
Αφήνουν ένα χνάρι από δάκρυα.
Τρεμόσβηναν πάνω στις στέγες
φανάρια τενεκεδένια.
Χίλια κρυστάλλινα ντέφια,
πλήγωναν την αυγή ολοένα.
Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω,
πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια.
Οι δυο κουμπάροι ανέβηκαν.
Το διάπλατο άφηνε αγέρι
μια παράξενη γεύση στο στόμα
βασιλικού, χολής, μέντας.
Κουμπάρε! Πού είναι, πες μου,
πού είν’ η πικρή σου κόρη;
Πόσες φορές καρτερούσε,
πόσες σε πρόσμενε, πόσες,
δροσάτη όψη, μαύρη κόμη,
στην πράσινη ετούτη βίγλα!
Στο πρόσωπο πάνω της στέρνας
λικνίζονταν η γυφτοπούλα.
Στον Κλάουντιο Γκιλλιέν
Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα δυο σκούρα περιστέρια
Το ένα ήταν ο ήλιος
το άλλο ήταν η σελήνη.
Γειτονόπουλα, τους είπα,
ο τάφος μου πού θα ναι;
Στου μανδύα μου την ουρά, είπε ο ήλιος.
Μέσα στο στήθος μου, είπε η σελήνη.
Κι εγώ, κι εγώ που προχωρούσα,
με τη γη στο ζωνάρι μου,
είδα δύο αετούς χιονάτους
και μια ολόγυμνη κοπέλα.
Ο ένας ήταν ο άλλος
και η κοπέλα δεν ήταν καμιά.
Αετουδάκια μου, τους είπα,
ο τάφος μου πού θα ’ναι;
Στου μανδύα μου την ουρά, είπε ο ήλιος.
Μέσα στο στήθος μου, είπε η σελήνη.
Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα τα δυο περιστέρια γυμνά.
Το ένα ήταν το άλλο
και τα δυο δεν ήτανε κανένα.
(Μετάφραση: Κ. Πολίτη)
Πηγή