[..] Ποιος έχει δει τη μανία να τρέχει μες στις βουνοκορφές; Ποιος έχει γνώση της μανίας που δρασκελίζει μέσα στην καταιγίδα; Ποιος έχει υπάρξει στα νιάτα του τρελαμένος απ' τη μανία, ποιος οδηγήθηκε στα πέρατα της γης από μανία, ώσπου το υπέροχο κλήμα της καρδιάς του έσπασε, οι δυνάμεις του τον άφησαν, αυτή η ελάχιστη κατοικία των οστών, του αίματος, του μυελού, του εγκεφάλου, και των αισθημάτων μέσα στη φοβερή μανία ξέσπασε, λύγισε, ξεζουμίστηκε, διαβρώθηκε και εξαντλήθηκε από τη μανία την οποία δεν ήταν δυνατό να την αποβάλει ή να την απολέσει; Ποιος κατέχει από μανία, από που προήλθε;
Πως έγινε και ανασάναμε τη μανία, την ήπιαμε, την καταναλώσαμε στο έπακρο, μέχρι που έγινε ένα μ' εμάς και δεν μπορούμε να την αποβάλλουμε όπου και αν βρεθούμε; Είναι ένα αλλόκοτο και δαιμόνιο σκουλήκι που θα κατατρώγει αιωνίως την καρδιά μας. Είναι μια τρέλα που εργάζεται στο νου μας, μια πείνα που όσο ικανοποιείται τόσο αυξάνεται, ένας δαίμονας που κυκλοφορεί μέσα στις αρτηρίες του αίματος μας, είναι ένα πνεύμα άγριο και σκοτεινό και ανεξέλεγκτο που φωλιάζει για πάντα στην ψυχή μας, και τώρα έχει το πάνω χέρι, έχει κυριεύσει τις ζωές μας, μας καθοδηγεί για να ικανοποιήσει τον διακαή της πόθο τυραννώντας το αβοήθητο κορμί μας, είμαστε υποχείρια της, είναι η αφέντρα μας, και ο παρανοϊκός και άκαρδος τύραννος που μας εξωθεί αιωνίως βαθιά μέσα στο τυφλό και θηριώδες λαγούμι των καλειδοσκοπικών ημερών, στο τέλος του οποίου δεν βρίσκεται τίποτα παρά ένα αδιέξοδο και σκοτάδι μαύρο.
Τότε και μόνο τότε, η μανία θα μας ελευθερώσει,, θα αποχωρήσει από τα πορφυρά κανάλια της ζωής μας που μέσα τους τόσο συχνά κυκλοφορούσε, ένα άλλο είδος σκουληκιού θα αναλάβει ετούτο το κλήμα το εκλεκτό, για να χορτάσει. Τότε, και μόνο τότε, πράγματι, θα πρέπει κι εκείνο να πάψει, να τα μαζέψει και να φύγει· η τρέλα δεν έχει θέση σ' ενός νεκρού το κουφάρι, η πείνα δεν έχει θέση σ' ενός νεκρού το σαρκίο, και ο πόθος δεν έχει θέση μες στην καρδιά του πεθαμένου. [..] (σελ. 73-75 Α' τόμου)
Πως έγινε και ανασάναμε τη μανία, την ήπιαμε, την καταναλώσαμε στο έπακρο, μέχρι που έγινε ένα μ' εμάς και δεν μπορούμε να την αποβάλλουμε όπου και αν βρεθούμε; Είναι ένα αλλόκοτο και δαιμόνιο σκουλήκι που θα κατατρώγει αιωνίως την καρδιά μας. Είναι μια τρέλα που εργάζεται στο νου μας, μια πείνα που όσο ικανοποιείται τόσο αυξάνεται, ένας δαίμονας που κυκλοφορεί μέσα στις αρτηρίες του αίματος μας, είναι ένα πνεύμα άγριο και σκοτεινό και ανεξέλεγκτο που φωλιάζει για πάντα στην ψυχή μας, και τώρα έχει το πάνω χέρι, έχει κυριεύσει τις ζωές μας, μας καθοδηγεί για να ικανοποιήσει τον διακαή της πόθο τυραννώντας το αβοήθητο κορμί μας, είμαστε υποχείρια της, είναι η αφέντρα μας, και ο παρανοϊκός και άκαρδος τύραννος που μας εξωθεί αιωνίως βαθιά μέσα στο τυφλό και θηριώδες λαγούμι των καλειδοσκοπικών ημερών, στο τέλος του οποίου δεν βρίσκεται τίποτα παρά ένα αδιέξοδο και σκοτάδι μαύρο.
Τότε και μόνο τότε, η μανία θα μας ελευθερώσει,, θα αποχωρήσει από τα πορφυρά κανάλια της ζωής μας που μέσα τους τόσο συχνά κυκλοφορούσε, ένα άλλο είδος σκουληκιού θα αναλάβει ετούτο το κλήμα το εκλεκτό, για να χορτάσει. Τότε, και μόνο τότε, πράγματι, θα πρέπει κι εκείνο να πάψει, να τα μαζέψει και να φύγει· η τρέλα δεν έχει θέση σ' ενός νεκρού το κουφάρι, η πείνα δεν έχει θέση σ' ενός νεκρού το σαρκίο, και ο πόθος δεν έχει θέση μες στην καρδιά του πεθαμένου. [..] (σελ. 73-75 Α' τόμου)
**********
ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΑΜΟΥ (1935)
Συγγραφέας: ΓΟΥΛΦ ΤΟΜΑΣ
Μτφ: ΛΕΙΒΑΔΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Εκδόσεις: ΕΞΑΝΤΑΣ
Αρ.σελ.: 1974 (Α' Β' Γ' τόμοι)
Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου..
«Οι λέξεις ξεχύνονταν από μέσα του σαν ένα είδος ματωμένου ιδρώτα, έβγαιναν από τις άκρες των δαχτύλων του, ξεπηδούσαν από τον βραχνιασμένο του λαιμό σαν φίδια που σφάδαζαν τις έγραφε με την καρδιά του, με το μυαλό, με τον ιδρώτα, με το κορμί του τις έγραφε με το αίμα του, με την ψυχή του ξεχύνονταν από την έσχατη μυστική πηγή και ουσία της ίδιας του της ζωής.
Και στις λέξεις εκείνες βρισκόταν συμπυκνωμένη η μορφή της πικρής του ανεστιότητας, της αβάσταχτης λαχτάρας του, του οργιαστικού του πόθου να επιστρέφει. Σ' εκείνες τις ξέφρενες και τσακισμένες φράσεις βρισκόταν συμπυκνωμένο ολάκερο το ζοφερό φορτίο που κουβαλούσε το κατάκοπο, το λιμασμένο, το εξωθημένο, το καταπονημένο του πνεύμα - βρισκόταν όλη η λαχτάρα του περιπλανώμενου, όλη η απίστευτη και απερίγραπτη επιθυμία της επιστροφής που ένας Αμερικανός, ή όποιος άλλος άνθρωπος πάνω στη γη, μπορεί να νιώσει».
**********
**********