Ποιος τα μεσάνυχτα καβαλικεύει;
Είν’ ο πατέρας με το παιδί·
το ’χει στα στήθια του και το χαϊδεύει
και κάπου σκύβει και το φιλεί.
— Παιδί μου, τι έκρυψες το πρόσωπό σου;
— Δε βλέπεις τ’ άγριο το ξωτικό,
πατέρα; πέρασε απ’ το πλευρό σου·
— Τα νέφια απλώνονται εις το νερό.
— Παιδί μου, έλα στη συντροφιά μου,
μ’ αρέσ’ η όψις σου η δροσερή,
περίσσια λούλουδα έχ’ η οχθιά μου,
κι έχ’ η μητέρα μου στολή χρυσή.
— Ακούς, πατέρα μου, ακούς τι λέει;
Με θέλει σύντροφο το ξωτικό·
— Παιδί μου, ησύχασε, τ’ αέρι κλαίει
σ’ άγριο χαμόδενδρο, θάμνο ξερό.
— Παιδί μου, έλα τι σε τρομάζει;
θα ’χεις τις κόρες μου για συντροφιά,
που όταν τη λίμνη μας νύχτα σκεπάζει,
χορεύουν εύθυμες στην αμμουδιά.
— Πατέρα, κοίταξε· δε βλέπεις πέρα,
σαν να χορεύουνε οι κορασιές;
— Παιδί μου, βλέπω απ’ τον αέρα,
κουνιούνται πένθιμα γριές ιτιές.
— Μ’ αρέσει η όψη σου, χρυσό μου αστέρι,
μα συ δεν έρχεσαι· σε παίρνω εγώ...
— Πατέρα, άπλωσε το άγριο χέρι,
πατέρα, μ’ έπνιξε το ξωτικό.
Τρέμει ο πατέρας του και τ’ άλογό του
κεντά και χάνεται σαν αστραπή·
φθάνει στη θύρα του... ωιμέ το γιο του
κρύο στον κόρφο του, νεκρό κρατεί.
~
μτφρ. Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος
Είν’ ο πατέρας με το παιδί·
το ’χει στα στήθια του και το χαϊδεύει
και κάπου σκύβει και το φιλεί.
— Παιδί μου, τι έκρυψες το πρόσωπό σου;
— Δε βλέπεις τ’ άγριο το ξωτικό,
πατέρα; πέρασε απ’ το πλευρό σου·
— Τα νέφια απλώνονται εις το νερό.
— Παιδί μου, έλα στη συντροφιά μου,
μ’ αρέσ’ η όψις σου η δροσερή,
περίσσια λούλουδα έχ’ η οχθιά μου,
κι έχ’ η μητέρα μου στολή χρυσή.
— Ακούς, πατέρα μου, ακούς τι λέει;
Με θέλει σύντροφο το ξωτικό·
— Παιδί μου, ησύχασε, τ’ αέρι κλαίει
σ’ άγριο χαμόδενδρο, θάμνο ξερό.
— Παιδί μου, έλα τι σε τρομάζει;
θα ’χεις τις κόρες μου για συντροφιά,
που όταν τη λίμνη μας νύχτα σκεπάζει,
χορεύουν εύθυμες στην αμμουδιά.
— Πατέρα, κοίταξε· δε βλέπεις πέρα,
σαν να χορεύουνε οι κορασιές;
— Παιδί μου, βλέπω απ’ τον αέρα,
κουνιούνται πένθιμα γριές ιτιές.
— Μ’ αρέσει η όψη σου, χρυσό μου αστέρι,
μα συ δεν έρχεσαι· σε παίρνω εγώ...
— Πατέρα, άπλωσε το άγριο χέρι,
πατέρα, μ’ έπνιξε το ξωτικό.
Τρέμει ο πατέρας του και τ’ άλογό του
κεντά και χάνεται σαν αστραπή·
φθάνει στη θύρα του... ωιμέ το γιο του
κρύο στον κόρφο του, νεκρό κρατεί.
~
μτφρ. Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος