Τὸ βράδυ ἐτοῦτο κάρφωσε μ᾿ ἐπιμονὴ τὸ νοῦ μου
κάποια γυναίκα ποὺ ἄλλοτες ἐγνώρισα, κοινὴ
ποὺ ὡστόσο αὐτὴ ξεχώριζεν ἀπὸ τὶς ἀδελφές της,
γιατὶ ἦταν πάντα σοβαρή, θλιμμένη καὶ στυγνή.
Θυμᾶμαι ποὺ τὴν πείραζαν συχνὰ τ᾿ ἄλλα κορίτσια,
γελώντας την γιὰ τὸ ὕφος της τὸ τόσο σοβαρό,
καὶ μεταξύ τους ἔλεγαν, αἰσχρὸ κάνοντας σχῆμα,
πὼς θὰ συνήθιζε κι αὐτὴ σιγὰ μὲ τὸν καιρό.
Κι αὐτή, ψυχρὴ καὶ σιωπηλή, καθόταν στὴ γωνιά της,
ἐνῶ μία γάτα χάϊδευε μὲ αὐτάκια μυτερὰ
κι ἕνα σκυλὶ ποὺ δίπλα της στεκόταν λυπημένο -
ἕνα σκυλὶ ὁποὺ ποτὲ δὲν κούναε τὴν οὐρά.
Κι ἔμοιαζ᾿ ἡ γάτα, ποὺ αὐστηρὴ τὴν κοίταζε στὰ μάτια,
ἡ πλήξη ὡς νά ῾ταν, ποὺ μὲ μάτια κοίταε ζοφερά,
καὶ τὸ σκυλὶ ποὺ ἐδάγκωνε τὸ κάτασπρό της χέρι,
ἡ τύψη ὡς νά ῾ταν ἔμοιαζε, ποὺ ἐδάγκωνε σκληρά.
Πολλὲς φορὲς περίεργες τὴν ἐκυκλῶναν σκέψεις
καὶ προσπαθοῦσε - μοῦ ῾λεγε - συχνὰ νὰ θυμηθεῖ,
τὸ νοῦ τῆς βασανίζοντας τὶς ὧρες τῆς ἀνίας,
ὅσους μαζί της εἴχανε μία νύχτα κοιμηθεῖ.
Ὧρες πολλὲς ἐκοίταζα τὰ σκοτεινά της μάτια
κι ἐνόμιζα πὼς ἔβλεπα βαθιὰ μέσα σ᾿ αὐτὰ
τρικυμισμένες θάλασσες, νησιὰ τοῦ ἀρχιπελάγους
καὶ καραβάκια ποὺ ἔφευγαν μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιχτά.
Ἀπόψε ἀναθυμήθηκα κάποια κοινὴ γυναίκα
κι ἕνα τραγούδι ἐσκάρωσα σὲ στὺλ μπωντλαιρικό,
ποὺ ὡς τὸ διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε ἀναγνώστη,
γελᾶς γι᾿ αὐτὸν ποὺ τό ῾γραψε, μὲ γέλιο εἰρωνικό.
~
Μαραμπού (1933)
κάποια γυναίκα ποὺ ἄλλοτες ἐγνώρισα, κοινὴ
ποὺ ὡστόσο αὐτὴ ξεχώριζεν ἀπὸ τὶς ἀδελφές της,
γιατὶ ἦταν πάντα σοβαρή, θλιμμένη καὶ στυγνή.
Θυμᾶμαι ποὺ τὴν πείραζαν συχνὰ τ᾿ ἄλλα κορίτσια,
γελώντας την γιὰ τὸ ὕφος της τὸ τόσο σοβαρό,
καὶ μεταξύ τους ἔλεγαν, αἰσχρὸ κάνοντας σχῆμα,
πὼς θὰ συνήθιζε κι αὐτὴ σιγὰ μὲ τὸν καιρό.
Κι αὐτή, ψυχρὴ καὶ σιωπηλή, καθόταν στὴ γωνιά της,
ἐνῶ μία γάτα χάϊδευε μὲ αὐτάκια μυτερὰ
κι ἕνα σκυλὶ ποὺ δίπλα της στεκόταν λυπημένο -
ἕνα σκυλὶ ὁποὺ ποτὲ δὲν κούναε τὴν οὐρά.
Κι ἔμοιαζ᾿ ἡ γάτα, ποὺ αὐστηρὴ τὴν κοίταζε στὰ μάτια,
ἡ πλήξη ὡς νά ῾ταν, ποὺ μὲ μάτια κοίταε ζοφερά,
καὶ τὸ σκυλὶ ποὺ ἐδάγκωνε τὸ κάτασπρό της χέρι,
ἡ τύψη ὡς νά ῾ταν ἔμοιαζε, ποὺ ἐδάγκωνε σκληρά.
Πολλὲς φορὲς περίεργες τὴν ἐκυκλῶναν σκέψεις
καὶ προσπαθοῦσε - μοῦ ῾λεγε - συχνὰ νὰ θυμηθεῖ,
τὸ νοῦ τῆς βασανίζοντας τὶς ὧρες τῆς ἀνίας,
ὅσους μαζί της εἴχανε μία νύχτα κοιμηθεῖ.
Ὧρες πολλὲς ἐκοίταζα τὰ σκοτεινά της μάτια
κι ἐνόμιζα πὼς ἔβλεπα βαθιὰ μέσα σ᾿ αὐτὰ
τρικυμισμένες θάλασσες, νησιὰ τοῦ ἀρχιπελάγους
καὶ καραβάκια ποὺ ἔφευγαν μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιχτά.
Ἀπόψε ἀναθυμήθηκα κάποια κοινὴ γυναίκα
κι ἕνα τραγούδι ἐσκάρωσα σὲ στὺλ μπωντλαιρικό,
ποὺ ὡς τὸ διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε ἀναγνώστη,
γελᾶς γι᾿ αὐτὸν ποὺ τό ῾γραψε, μὲ γέλιο εἰρωνικό.
~
Μαραμπού (1933)