Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου…
Στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.
Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…
Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου…
Στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.
Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…
Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,
και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!
αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!
~
Γράφτηκε στις 7.8.1928. Όπως πρώτος αποκάλυψε ο Άρης Δικταίος στη συγκεντρωτική έκδοση του 1964, το ποίημα έχει ακροστιχίδα και σχηματίζει το όνομα «Κώστας Γκίκας» που ήταν η μεγάλη αγάπη του ποιητή. Φαίνεται πως η φιλία τους κράτησε αρκετά χρόνια, αφού ο ίδιος μνημονεύεται και σε επιστολή του 1935 (την παραθέτει ο Δικταίος) αλλά και στις Προϋποθέσεις, το σχεδίασμα του 1937.
Από το παλιό αφιέρωμα του Κομνά. Έγινε αντιπαραβολή με την έκδοση του Ζήτρου. Έχει μελοποιηθεί υπέροχα από τον Νίκο Ξυδάκη και το τραγούδησε εξίσου υπέροχα η Ελευθερία Αρβανιτάκη (στον δίσκο «Κοντά στη δόξα μια στιγμή»). Το γύρισμα «αχ καρδιά μου» στη μέση του έβδομου στίχου είναι εύρημα της μελοποίησης ή της ερμηνείας
Από το παλιό αφιέρωμα του Κομνά. Έγινε αντιπαραβολή με την έκδοση του Ζήτρου. Έχει μελοποιηθεί υπέροχα από τον Νίκο Ξυδάκη και το τραγούδησε εξίσου υπέροχα η Ελευθερία Αρβανιτάκη (στον δίσκο «Κοντά στη δόξα μια στιγμή»). Το γύρισμα «αχ καρδιά μου» στη μέση του έβδομου στίχου είναι εύρημα της μελοποίησης ή της ερμηνείας
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (Αθήνα, 1888 – Αθήνα, 1944) ήταν Έλληνας ποιητής
του μεσοπολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του
Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Έζησε για
περισσότερα από 40 χρόνια στο διώροφο νεοκλασικό της οικογένειάς του
κάτω από τον λόφο του Στρέφη, στην Αθήνα. Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο
μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και εκεί αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης
προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η
κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του. Εκτός από ποιήματα, έγραψε
επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και
επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται
διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική
συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος
εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του. [Βιογραφία]