Γιὰ νὰ γνωρίσω τοὺς θεούς σου
ἄνοιξα μόνος μου τὸ δρόμο,
γιὰ ὅλο μου τὸ δρόμο
ὡσὰ μονάκριβο καρπὸ
γιὰ νὰ δροσίζω, στὶς ἀκρότατες στιγμὲς
τῆς δίψας μου, τὰ χείλια!
Ὄλυμπε, ἀνήφορε τοῦ Δία,
τὸ χῶμα σου εἶναι μαῦρο
ζυμωμένο μ᾿ ὅλα τὰ χινόπωρα
τῶν καστανιῶν καὶ τῶν πλατάνων,
καὶ τὸ πόδι χώνεται βαθύτερα ἀπὸ τὸ ῾στραγάλι
γιὰ νὰ σ᾿ ἀνεβεῖ!
Ἀδιάκοπα
μὲ τὸ μαχαῖρι
-δαφνοτόμος
κισσοτόμος-
πρέπει νὰ κόβει τὸ στενό του μονοπάτι
μὲς ἀπ᾿ τὰ παλιούρια
ὅποιος γυρέψει νὰ σὲ ἰδεῖ!
Κι ἀπάνωθέ του σὰ λυροχορδὲς
οἱ κληματίδες ἀμποδᾶνε νὰ διαβεῖ
Ὦ νήπιε Δία!
Καθὼς μιὰ μέρα
ταξιδεύοντας στὴν Ἤπειρον
ἄκουσα ξάφνου μιὰ βοὴ κρυφὴ
μιὰ μουσικὴ χλαλοὴ μικρῶν φτερῶν νὰ τρέμει μὲς στὸν ἀέρα
καὶ δὲν ἤξερα ἀπὸ ποῦ,
ἀλλὰ ψάχνοντας
ηὗρα ἕνα βράχο πιὸ γλιστερὸ ἀπὸ φίλντισι
σὰν αἰώνων καταρράκτες νὰ περάσανε ἀπὸ πάνω του
ποὺ ἀλλαξοδρόμησαν
ἀφήνοντας τὸν πίσωθέ τους στὴ γυμνὴ τελειότητα,
καὶ σκύβοντας στὴ μέση του
ποὺ ἀνοίγονταν βαθιὰ σὰν ἀργυρὸ λεβέτι
Εἶδα στὸ βάθος ἕν᾿ ἀγριομελίσσι νὰ σαλεύει ἀδιάκοπα ὡς πηγή·
ἔτσι κι ἡ κούνια σου στ᾿ ὡραῖο βουνὸ
ἐβούιζεν ὅλη
ἀπ᾿ τ᾿ ἀγριοπερίστερα ὅπου Σοῦ ᾿φερναν στὰ ράμφη τους
τὸ μέλι τῶν ἀνθῶν τῆς γῆς!
Πατέρα Δία·
ἂν οἱ ἱερεῖς σου κάθε χρόνο
στὴν κορφὴ τοῦ Ὀλύμπου
ὅπου ποτὲ δὲν πνέει ὁ ἄνεμος
γράφουνε στὴν ἁπλωμένη στάχτη τῶν θυσιῶν
τὴν ὑψηλή τους προσευχὴ
καὶ τήνε βρίσκουν ἄγγιχτη τὸν ἄλλο χρόνο
καθὼς τὴ στιγμὴ ποὺ μὲ τὸ δάκτυλο
ἐχαράξανε τὰ λόγια της
κι ἂν οἱ καρποί,
ποὺ ὁλόγυρα ἀπιθώνουν ἀφιερώματα,
κρατοῦνε ὁλοχρονὶς ὁλόδροσοι
καθὼς τὴν ὥρα ποὺ ἐκοπήκανε ἀπὸ τὸ κλαδὶ
πόσο περισσότερο ὁ καλός μου Λόγος
ποτισμένος τὴ δροσιά,
ποὺ ὡσὰ βαρὺ ροδάκινο μὲς στὸ νερὸ
ἀστράφτει ὅμοια ἀσημένια σφαῖρα,
δὲ θὰ μείνει αἰώνιος
ὅπου κι ὅπως
στὴν κορφὴ τοῦ Ὀλύμπου τὸν ἀπίθωσα!
~
Ο Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα, 1884 – Αθήνα, 1951) ήταν ένας από τους
μείζονες Έλληνες παραδοσιακούς ποιητές. Ο Σεφέρης τον αποκάλεσε «Άρχοντα
της λαλιάς μας». Ο Παλαμάς τον θεωρούσε περισσότερο φιλόσοφο παρά
ποιητή. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο
γλωσσικό πλούτο. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από
νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς
ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία
Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Το 1902, δημοσίευσε
τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Διόνυσος και
Παναθήναια. Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο
Άγγελος Σικελιανός υπέφερε από χρόνια ημιπληγία. Πέθανε στην Αθήνα στις
19 Ιουνίου 1951 έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία εξαιτίας λήψης φαρμάκου
που του προκάλεσε σημαντικές διαταραχές και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο
Αθηνών. [Βιογραφία]