Τι ήξερα για εκείνη;
Το όνομά της πρώτα
και την ηλικία της,
Ρόζυ και εικοσιδύο,
το «Ροζαλία»
ξεχασμένο στα χαρτιά
και σε αλλοτινές προσφωνήσεις
μητρικές.
Τι ήξερα για εκείνη;
Χαμογελαστή
με κελαρυστή φωνή
και υπέροχο χιούμορ,
γέμιζε η συντροφιά της
απογεύματα αναδουλειάς.
Ερχόταν συχνά πυκνά
στο φαρμακείο,
η καλύτερη πελάτισσά μου
σε προϊόντα μέικ απ
και μακιγιάζ,
πάντα απογεύματα
και πιάναμε κουβέντα
«ευχήσου να ‘ναι αγόρι!»
έλεγε, ακουμπώντας το χέρι
στην κοιλιά της.
Τι ήξερα για εκείνη;
Λίγες γνώσεις Αγγλικών,
μεροκάματα στα τουριστικά
και ο ελεύθερος χρόνος της
δοσμένος όλος
σε τσόχινα λουλούδια
και πάνινα κουκλάκια «πανέμορφα»,
«αλήθεια το λες;
Γιατί ο Κωστής εκνευρίζεται
όταν με βλέπει με τις βελόνες»
και γέλαγε.
Τι ήξερα για εκείνη;
«Άτυχο το καημένο»
μου ‘πε κάποτε
μια ηλικιωμένη πελάτισσα
αφότου αποχαιρετίστηκαν στην πόρτα μου,
«καλόψυχο
μα άτυχο»
και έμαθα
για την ορφάνια από μάνα
και για τα μεθύσια
του πατέρα
«αχ, τι να λέμε, παιδί μου,
περασμένα είναι αυτά
μα δεν ματίζεται
το ριζικό τ’ανθρώπου…»
Έπειτα
έμαθα για το φονικό
«εξ αμελείας»
ο Κωστής,
σε ανάδοχους γονείς
ο γιος,
ξέρω,
δε σας λέω
κάτι καινούργιο.
Το όνομά της πρώτα
και την ηλικία της,
Ρόζυ και εικοσιδύο,
το «Ροζαλία»
ξεχασμένο στα χαρτιά
και σε αλλοτινές προσφωνήσεις
μητρικές.
Τι ήξερα για εκείνη;
Χαμογελαστή
με κελαρυστή φωνή
και υπέροχο χιούμορ,
γέμιζε η συντροφιά της
απογεύματα αναδουλειάς.
Ερχόταν συχνά πυκνά
στο φαρμακείο,
η καλύτερη πελάτισσά μου
σε προϊόντα μέικ απ
και μακιγιάζ,
πάντα απογεύματα
και πιάναμε κουβέντα
«ευχήσου να ‘ναι αγόρι!»
έλεγε, ακουμπώντας το χέρι
στην κοιλιά της.
Τι ήξερα για εκείνη;
Λίγες γνώσεις Αγγλικών,
μεροκάματα στα τουριστικά
και ο ελεύθερος χρόνος της
δοσμένος όλος
σε τσόχινα λουλούδια
και πάνινα κουκλάκια «πανέμορφα»,
«αλήθεια το λες;
Γιατί ο Κωστής εκνευρίζεται
όταν με βλέπει με τις βελόνες»
και γέλαγε.
Τι ήξερα για εκείνη;
«Άτυχο το καημένο»
μου ‘πε κάποτε
μια ηλικιωμένη πελάτισσα
αφότου αποχαιρετίστηκαν στην πόρτα μου,
«καλόψυχο
μα άτυχο»
και έμαθα
για την ορφάνια από μάνα
και για τα μεθύσια
του πατέρα
«αχ, τι να λέμε, παιδί μου,
περασμένα είναι αυτά
μα δεν ματίζεται
το ριζικό τ’ανθρώπου…»
Έπειτα
έμαθα για το φονικό
«εξ αμελείας»
ο Κωστής,
σε ανάδοχους γονείς
ο γιος,
ξέρω,
δε σας λέω
κάτι καινούργιο.
Η Νεκταρία Μενδρινού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977 και σπούδασε στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 2003 διατηρεί φαρμακείο στον Αποκόρωνα του νομού Χανίων. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ομαδικές ποιητικές συλλογές, σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε ποιητικά ημερολόγια και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά.
Τίτλοι βιβλίων: Αειθαλή και φυλλοβόλα (2009). Κοχύλια από χρόνο (2014). Σύννεφα στο νερό (2018)
Ευχαριστώ τη διαδικτυακή φίλη μου Αγγελική που μου έστειλε το ποίημα
Ευχαριστώ τη διαδικτυακή φίλη μου Αγγελική που μου έστειλε το ποίημα