Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δύο ληστές.
Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια τους
άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.
Κι έλεγε ο ένας να τον πάμε στα βουνά
να τον κάνουμε ληστή.
Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουμε τα μάτια
να τον κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
Κάθε νύχτα το παιδί τρελό από το φόβο του
μέσ’ από κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους
τους ξέφευγε για να χωθεί στην αγκαλιά της.
Κι εκείνη το ’παιρνε και το χάιδευε.
το κοίμιζε πάντα με το ίδιο παραμύθι:
Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δύο ληστές.
Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια τους
άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.
Κι έλεγε ο ένας να τον πάμε στα βουνά
να τον κάνουμε ληστή.
Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουμε τα μάτια
να τον κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
Κάθε νύχτα το παιδί τρελό από το φόβο του
μέσ’ από κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους
τους ξέφευγε για να χωθεί στην αγκαλιά της.
Κι εκείνη το ’παιρνε και το χάιδευε.
το κοίμιζε πάντα με το ίδιο παραμύθι:
Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δύο ληστές…
πλαγιάζανε τις νύχτες δύο ληστές.
Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια τους
άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.
Κι έλεγε ο ένας να τον πάμε στα βουνά
να τον κάνουμε ληστή.
Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουμε τα μάτια
να τον κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
Κάθε νύχτα το παιδί τρελό από το φόβο του
μέσ’ από κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους
τους ξέφευγε για να χωθεί στην αγκαλιά της.
Κι εκείνη το ’παιρνε και το χάιδευε.
το κοίμιζε πάντα με το ίδιο παραμύθι:
Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δύο ληστές.
Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια τους
άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.
Κι έλεγε ο ένας να τον πάμε στα βουνά
να τον κάνουμε ληστή.
Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουμε τα μάτια
να τον κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
Κάθε νύχτα το παιδί τρελό από το φόβο του
μέσ’ από κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους
τους ξέφευγε για να χωθεί στην αγκαλιά της.
Κι εκείνη το ’παιρνε και το χάιδευε.
το κοίμιζε πάντα με το ίδιο παραμύθι:
Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δύο ληστές…
Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος Ηλείας, 1924 – Πύργος Ηλείας, 2008) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το 1942 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως λογιστής και γραμματέας στον ιδιωτικό τομέα. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του το 1943, στο περιοδικό "Οδυσσέας", που εξέδιδε με φίλους του στον Πύργο. Ποιήματα και κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά έντυπα και ανθολογίες. Συνεργάστηκε με τον φίλο του ποιητή Τάκη Σινόπουλο, σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων, τα οποία συμπεριέλαβε ο Σινόπουλος στο έργο του. Ήταν επίσης φίλος με τον Γιώργο Σεφέρη. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: "Το κατώγι" (1971), "Το σακί" (1980), "Τα αντικλείδια" (1988), "Τριαντατρία χαϊκού" (1990), "Λίγος άμμος" (1997), "Ποιήματα 1943-1997" (συγκεντρωτική έκδοση, Νεφέλη, 2001), "Πού είναι τα πουλιά" (2004) και "Να μη τους ξεχάσω" (2008). Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες και περιελήφθησαν και σε σχολικά βιβλία. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Επίσης, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική. Τα ποιήματά του, όλα σε ελεύθερο στίχο, έχουν έντονα βιωματικό χαρακτήρα. «Αυτό που γράφω το έχω ζήσει», είχε πει ο ίδιος. Στα πρώτα του ποιήματα σκιαγραφούνται οι τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στα τελευταία του ποιήματα, ο λόγος του επικεντρώνεται στις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου: τον έρωτα και το θάνατο.