Οι μεν πηγές υπόγειες πάντα κι ακαθόριστες
σε λίγες άγνωστες καρδιές –φοβάμαι– άφαντες
εξ ου κι όλοι βολεύονται με το αρχαίο νεράκι του Θεού
ελάχιστο, ως γνωστόν, και για τη δίψα του μωρού
ό,τι ονομάζουνε δηλαδή ξανά όσοι ορέγονται ακμή
Ελπίδα ή Άλκηστη της Ανθρωπότητας
(κι εσύ μείνε να κόπτεσαι για άλλες υπερβάσεις).
Τέτοια καμώματα μου φέρνουν ένα είδος σπαραγμού
αφού στο πείσμα το ρηχό κι ακαταπόνητο
μιας άστοχης κι από ανέκαθεν τυφλής αναπαραγωγής
δεν βλέπω πια ούτε για δείγμα να επιπλέουνε
ιδιότητες αγνές κι ορμές πασίχαρες της έκπαλαι ζωής
όσες στηρίζαν δηλαδή εκ παραδόσεως το μέσα μας
όταν σαν όλο κλυδωνίζεται απότομα και καταρρέει.
Παράδειγμα, η φιλία που μας έδενε ως ιστός
κι ως άνθος άπειρο κι αρχέτυπο φροντίζαμε παιδιά:
Με κηπουρούς ανάξιους όπως οι σωρηδόν επίγονοι
καλείται τώρα να υπάρξει αυτοφυές
και μόνο του να επιζήσει.
Γι' αυτό κι εγώ, συμμέτοχος εξ ορισμού
της τόσης δυστυχίας μας, δεν στέργω πλέον
να συντρέχω τους ανάξιους συντρόφους μου.
Ένα βασίλειο σκιάς στήνω αφιλόξενο και κρύβομαι καλά
όταν τρυπώνει ο ήλιος κι αποσύρεται αμήχανος
χωρίς να βρίσκει τίποτα να ξεσκεπάσει.
Εκεί, με μίσος γόνιμο κι ακούραστη οργή,
μόνος πληθαίνω και διασώζομαι
ίσως σε μια δική μου τρέλα λογική
που σαν μανόμετρο ανθρώπινης υφής
αυτό το «ποίημα» προσπαθεί
αδέξια να καταγράψει.
~
Από τη συλλογή Λυπομανία (1989)
Γεννήθηκε το 1934 στη Νέα Ορεστιάδα του Έβρου. Σπούδασε Νομικά στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος. Έργα: Ποίηση: Υλικό
Μονώσεως (1970), Το παιχνίδι της επαφής (1973), Στη σκιά του μακρόβιου
κόσμου (1977), Φόρμουλες για μιαν άγνωστη ζωή (1982), (συγκεντρωτική
έκδοση) Λυπομανία (1989), Το αγαθό σκοτάδι (1997). Πεζογραφία: Οκνηρίας
εγκώμιον ή Γιατί μας κλαίνε οι ρέγγες (1985). Μετέφρασε επίσης
σύγχρονους ξένους ποιητές (Χέρμπετ, Μιλότς, Ρουζέβιτς, Σιμπόρσκα, κ.ά.)