Τὰ τραγούδια μοῦ τἄλεγες ὅλα
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τὸ πεῖς,
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τ᾿ ἀκούσεις,
Ἄχ! τὴν πλάκα τοῦ τάφου κρατεῖς.
Ὦ παρθένα! ἂν ἠμπόρειαν οἱ κλάψαις
Πεθαμένου νὰ δώσουν ζωή,
Τόσαις ἔκαμα κλάψαις γιὰ σένα,
Ποὺ θελ᾿ ἔχεις τὴν πρώτη πνοή.
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τὸ πεῖς,
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τ᾿ ἀκούσεις,
Ἄχ! τὴν πλάκα τοῦ τάφου κρατεῖς.
Ὦ παρθένα! ἂν ἠμπόρειαν οἱ κλάψαις
Πεθαμένου νὰ δώσουν ζωή,
Τόσαις ἔκαμα κλάψαις γιὰ σένα,
Ποὺ θελ᾿ ἔχεις τὴν πρώτη πνοή.
Συφορά! σὲ θυμοῦμ᾿ ἐκαθόσουν
Σ᾿ τὸ πλευρό μου μὲ πρόσωπο ἀχνὸ
«Τί ἔχεις» σοῦ ῾πα καὶ σὺ μ᾿ ἀποκρίθης
«Θὰ πεθάνω, φαρμάκι θὰ πιῶ».
Μὲ σκληρότατο χέρι τὸ πῆρες,
Ὡραία κόρη, κι αὐτὸ τὸ κορμί,
Ποὺ τοῦ ἔπρεπε φόρεμα γάμου,
Πικρὸ σάβανο τώρα φορεῖ.
Τὸ κορμί σου ἐκεῖ μέσα στὸν τάφο
Τὸ στολίζει σεμνὴ παρθενιά,
Τοῦ κακοῦ σὲ ἀδικοῦσεν ὁ κόσμος,
Καὶ σοῦ φώναζε λόγια κακά.
Τέτοια λόγια ἂν ἠμπόρειες ν᾿ ἀκούσεις,
Ὂχ τὸ στόμα σου τ᾿ ἤθελε βγεῖ;
«Τὸ φαρμάκι ποὺ ἐπῆρα, καὶ οἱ πόνοι,
Δὲν ἐστάθηκαν τόσο σκληροί.
Κόσμε ψεύτη! ταὶς κόραις ταὶς μαύραις
κατατρέχεις ὅσο εἶν᾿ ζωνταναίς,
Σκληρὲ κόσμε! καὶ δὲν τοὺς λυπᾶσαι
Τὴν τιμήν, ὅταν εἶναι νεκραίς.
Σώπα, σώπα! θυμήσου πὼς ἔχεις
Θυγατέρα, γυναίκα, ἀδελφή,
Σώπα ἡ μαύρη κοιμᾶται στὸ μνῆμα
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή.
Θὰ ξυπνήσει τὴν ὕστερη ἡμέρα,
Εἰς τὸν κόσμον ὀμπρὸς νὰ κριθεῖ,
Καὶ στὸν Πλάστη κινώντας μὲ σέβας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ:
«Κοίτα μέσα στὰ σπλάχνα μου, Πλάστη!
τὰ φαρμάκωσα ἀλήθεια ἡ πικρή,
καὶ μοῦ βγῆκε ὂχ τὸ νοῦ μου, Πατέρα
Ποὺ πλασμένα μοῦ τἄχες Ἐσύ.
Ὅμως κοίτα στὰ σπλάχνα μου μέσα,
Ποῦ τὸ κρίμα τοὺς κλαῖνε, καὶ πές,
Πὲς τοῦ κόσμου, ποὺ φώναξε τόσα,
Ἐδῶ μέσα ἂν εἶν᾿ ἄλλες πληγαίς».
Τέτοια ὀμπρὸς εἰς τὸν Πλάστη κινώντας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ.
«Σώπα, κόσμε! κοιμᾶται στὸ μνῆμα,
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή».
~
Το ποίημα στηρίζεται σε πραγματική ιστορία και αφορά τη στενή φίλη του Σολωμού, Μαρία Παπαγεωργοπούλου. Το ολέθριο λάθος της νεαρής, όμορφης Μαρίας, ήταν, σύμφωνα με τις κακές γλώσσες, ότι ερωτεύτηκε έναν άντρα παντρεμένο. Αλήθεια ή ψέματα, λίγη σημασία είχε για την εποχή που η τιμή και η παρθενία μιας κοπέλας ήταν η πολυτιμότερη προίκα της. Οι φήμες που κυκλοφόρησαν για κείνη την καταδίκασαν σε μια ζωή γεμάτη περιφρόνηση και μοναξιά, καθώς ήταν πλέον απίθανο να την επιλέξει κάποιος για σύζυγό του. Καταρρακωμένη και απελπισμένη, η κοπέλα ήπιε δηλητήριο κι έδωσε τέλος στη ζωή της. Ο θάνατός της στοιχίζει πολύ στον Σολωμό, ο οποίος γράφει το παραπάνω ποίημα για να αποκαταστήσει το όνομά της. πηγή
Ο Διονύσιος Σολωμός (Ζάκυνθος, 1798 − Κέρκυρα, 1857) ήταν ποιητής, πιο πολύ γνωστός για τη συγγραφή του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν»,
οι πρώτες δύο στροφές του οποίου έγιναν ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας και
ύστερα της Κύπρου. Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο
Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων,
όχι μόνο γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και διότι αξιοποίησε την
προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι)
και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και
άνοιξε το δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας
ακόμη περισσότερο τη στάθμη της. Σύμφωνα με τις απόψεις του δημιουργούσε
«από το ρομαντισμό μαζί με το κλασικισμό ένα [...]είδος μικτό, αλλά
νόμιμο[...]». Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι
η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο
εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις,
τίποτε δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε
εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «...(Ο
Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε». Η ημερομηνία
θανάτου του (9 Φεβρουαρίου) έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής
Γλώσσας. [Βιογραφία]