Κάποια μεσάνυχτα του μήνα Αλωνάρη
στάθηκα κάτω από 'να μυστικό φεγγάρι.
Απ' το χρυσό χειλάκι της άχνιζεν απαλός
και δροσερός του οπίου ο καπνός
και στάλαζε απαλά, στάλα τη στάλα
στην ήσυχη ψηλή βουνοκορφή,
και νυσταγμένα σκαρπετάει με μουσική,
σε μια τεράστια συμπαντική κοιλάδα.
στάθηκα κάτω από 'να μυστικό φεγγάρι.
Απ' το χρυσό χειλάκι της άχνιζεν απαλός
και δροσερός του οπίου ο καπνός
και στάλαζε απαλά, στάλα τη στάλα
στην ήσυχη ψηλή βουνοκορφή,
και νυσταγμένα σκαρπετάει με μουσική,
σε μια τεράστια συμπαντική κοιλάδα.
Σειέται το δενδρολίβανο στο μνήμα,
Λυγά το κρίνο το λευκό πάνω στο κύμα,
Ομίχλη τύλιξε γλυκά τα δυο της στήθη
όλεθρος που μεταγυρνά σ' ανάπαυσή της,
Bλέπεις! η λίμνη, -ακριβώς όπως η Λήθη-
σε έναν ύπνο ξυπνητό έχει ξακρίσει
και τίποτα στο κόσμο δε θα τη ξυπνήσει.
Πεντάμορφη κοιμάται! Κι εγώ μαζί της!
όπου και κείται με τις μοίρες της, η Ειρήνη.
Ω λαμπερή κυρά, στη νύχτα είναι σωστό,
το παραθύρι αυτό να μείνει ανοιχτό;
Oι φαύλες αύρες, απ' των δέντρων τις κορφές
περνούν το πλέγμα των κλαδιώνε γελαστές,
Oι άστατοι άνεμοι, του μάγου η κρυψώνα,
φτεροκοπάνε μέσα-έξω σου μες στον κοιτώνα
και σειεί της κλίνης σου το θόλο, στα γερά
φουσκώνοντας του τη κουρτίνα, ζοφερά,
Πάν' απ' το κροσσωτό καπάκι το κλεισμένο
που κείται τ' άυλο σώμα σου κρυμμένο,
εκεί πάνω απ' το πάτωμα κι από τον τοίχο κάτω
σαν τα φαντάσματα, σκιές πλανιούνται πάνω-κάτω!
Ω γλυκειά κυρά μου, τάχα δε φοβάσαι;
Γιατί, και τί τάχα εδώ να συλλογάσαι;
Σίγουρα θα 'ρθες από πόντους μακρινούς
Θαύμα σ' αυτά τα κυπαρίσσια, που δε βάν' ο νους.
Παράξενο το ρούχο σου, παράξενα χλωμή!
Παράξενη η μακριά κοτσίδα σου, κι απ' όλα πιο πολύ,
ετούτη η θανάσιμα πανίσχυρη σιωπή.
Η κυρά κοιμάται. Αχ! Μπορεί να κοιμηθεί
σε ύπνο, ατέλειωτο, ατάραχτο, βαθύ!
Οι Ουρανοί τηνε φυλάν σε κρύπτην ιερή!
Αυτή η σκέπη άλλαξε σε άλλη βλογημένη
κι η κλίνη της σε μελαγχολική!
Στο Θεό προσεύχομαι να είναι πλαγιασμένη
με σφαλιχτά τα δυο της μάτια, να μη δουν,
όταν τα ζοφερά, χλωμά φαντάσματα περνούν.
Η αγάπη μου κοιμάται. Είθε να κοιμηθεί
σ' αυτό τον ύπνο τον αιώνιο και βαθύ!
Θα πάρουν το κορμί της σκουλήκια ευγενικά!
Πέρα μακρυά, στο δάσο, χωμάτινη, παλιά
για κείνην να γενεί μια υψηλή φωλιά,
μια φωλιά που μαύρα φόρεσε συχνά
με φτερωτά φατνώματα, θριαμβικά πετά
πάνω απ' τ' άλλα μνήματα τα οικογενειακά.
Κάποιο κιβούρι, μοναχό και μακρινό
κόντρα στις πύλες 'τές που 'χει διαβεί
όντας παιδί, πολλή πλάκα λευκή
να κλειεί με αυτό τον κρότο σαν ηχώ
φρίκη να το σκεφτείς κι οριστικά
δε θ' ακουστεί από σένανε ξανά,
και μη σκιαχτείς, φτωχό της αμαρτιάς παιδί!
είν' οι λυγμοί που βγάνουν οι νεκροί.
~
Μτφρ: Πάτροκλος
Ο
Έντγκαρ Άλαν Πόε γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1809, από γονείς θεατρίνους.
Πριν κλείσει τα δύο του χρόνια, οι γονείς του πέθαναν, και ο Έντγκαρ
βρέθηκε στο Ρίτσμοντ, στο σπίτι του εμπόρου Τζων Άλλαν, που όμως δεν τον
υιοθέτησε ποτέ. Οι σχέσεις του με τον πατριό του δεν ήταν ποτέ καλές,
αλλά επιδεινώθηκαν όταν ο Άλλαν ανάγκασε τον Έντγκαρ να διακόψει τις
σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, επειδή δεν ήταν
διατεθειμένος να αναλάβει τα έξοδά του. Το 1830 ο Έντγκαρ μπήκε στη
Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, απ' όπου αποπέμφθηκε τον επόμενο
χρόνο προκαλώντας επίτηδες σκάνδαλο για να εκδικηθεί τον πατριό του.
Δούλεψε έπειτα για ένα μεγάλο διάστημα σε διάφορες εφημερίδες του
Ρίτσμοντ, της Φιλαδέλφειας και της Νέας Υόρκης, για λόγους
βιοποριστικούς, αλλά κατακτώντας παράλληλα τη φήμη του έγκυρου κριτικού.
"Το Κοράκι και άλλα ποιήματα", που κυκλοφόρησε το 1845, τον καθιέρωσε
εν μια νυκτί ως συγγραφέα, χωρίς όμως να του ανακουφίσει τη φτώχεια στην
οποία είχε ζήσει όλη την ως τότε ζωή του. Το 1836 παντρεύτηκε τη
δεκατετράχρονη εξαδέλφη του Βιρτζίνια, που πέθανε φυματική έντεκα χρόνια
αργότερα. Πέθανε το 1849, αλκοολικός και οπιομανής κυνηγώντας διαρκώς
το όραμα της χαμένης Βιρτζίνια, και τάφηκε δίπλα της στη Βαλτιμόρη, όπως
το επιθυμούσε.