Θυμάμαι, νύχτα ήταν βαθιά,
μα η μέρα κόντευε να φτάσει,
καθώς κινήσαμε μαζί,
για να χαθούμε μες στην πλάση·
κι επειδής είχαμε δεχτεί,
καθένας τη δική του μοίρα,
πήρες τον ένα δρόμο εσύ,
κι εγώ τον άλλο δρόμο πήρα.
μα η μέρα κόντευε να φτάσει,
καθώς κινήσαμε μαζί,
για να χαθούμε μες στην πλάση·
κι επειδής είχαμε δεχτεί,
καθένας τη δική του μοίρα,
πήρες τον ένα δρόμο εσύ,
κι εγώ τον άλλο δρόμο πήρα.
Πόσο παλέψαμε κι οι δυο
και κυλιστήκαμε στο χώμα,
ζητώντας και τα πιο μικρά,
–δε θα το πει κανένα στόμα·
και σ' όσα πέσαμε κακά,
–παγίδες, λάθη, πλάνες, πάθη,
κανένας μας δε μπορεί πια
μήτε να δει μήτε να μάθει…
Κι αφού χαθήκαμε καιρό
και πλανηθήκαμε στην τύχη,
(κι ως τώρα, μόνος μας δεσμός
δεν ήταν παρά κάποιοι στίχοι ),
τώρα, που τ’ όνειρο για μας
τα φώτα σβήνει τα στερνά του,
–προσμένω, πάλι, να σε βρω,
μες στη γαλήνη του θανάτου...
~
Γράφτηκε στις 22.6.1941 και δημοσιεύτηκε το 1942.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (Αθήνα, 1888 – Αθήνα, 1944) ήταν Έλληνας ποιητής
του μεσοπολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του
Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Έζησε για
περισσότερα από 40 χρόνια στο διώροφο νεοκλασικό της οικογένειάς του
κάτω από τον λόφο του Στρέφη, στην Αθήνα. Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο
μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και εκεί αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης
προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η
κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του. Εκτός από ποιήματα, έγραψε
επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και
επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται
διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική
συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος
εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του. [Βιογραφία]