Ι
Κι ήρθε μια ξένη
γραία
όσο κοιμόμουν
και το κορμί της ήταν ένα χράμι
τραχύ
βαρύ
κι απέραντο
με πλάκωσε·
– μα μην το ρίχνεις έτσι δίχως σεντόνια, μου λέει
θα γδαρθείς
ή
– ντύσου λίγο με το νερό του ποταμού
κι έλα να γλιστρήσεις
σε χωράω μέσα μου
βρε ταύρε μινωικέ
σε χωράω μινώταυρε·
ξυπνάω,
κι είμαι μες στα αίματα
κι όσους περίμενα να δω
κατάλαβα·
ήσαν πεθαμένοι.
ΙΙ
Κι είδα τη μάνα μου
– ποιοι είναι όλοι αυτοί,
μου λέει,
και που ήταν όσο ζούσα;
γιατί σ’ αγκαλιάζουν
κι εγώ δεν μπορώ;
μπορείς,
λέω,
θα ρχομαι εγώ,
κάθε ξημέρωμα·
-δε σε θέλω εδώ,
μου λέει,
δεν ανάβουν τα σώματα
κι έχουμε ξεπαγιάσει·
ΙΙΙ
Ήρθε μια σιωπή
και κρατούσε
τα σύννεφα
και κρατούσε
τους ανθρώπους που γεννούσε
το σπίτι
στον ελεύθερο χρόνο του·
εκείνοι ντύνονταν
το χρόνο
που δεν ήταν ελεύθερος
και κολυμπούσαν
προς το ξακουστό φαΐ
που φτιαχνόταν δίχως
κορίτσια
άλλοτε το κοιτούσαν να βράζει
άλλοτε εκεί, οι ίδιοι
έβραζαν·
μόνο όταν φούσκωνε,
στεκόταν στο πλάι
κι έκλαιγε μοναχό του·
έτσι έχανε το αλάτι του·
αυτός προσέθετε αλάτι
με ένα μαχαίρι
ή έσπαγε τα βότσαλα
να δει
αν είναι αυγά
ή δοκίμαζε με τα δόντια τους γλάρους
που εξέρχονταν από τις σπηλιές δίχως εξάρτυση
μόνο με σπασμένα νύχια
και τις χάρτινες λεηλατημένες καρδιές
από τις καρτ ποστάλ
της Αμβέρσας
τίποτα δεν ακούω·
θα μπορούσα να πεθάνω εδώ μέσα
και να αφήσω το νέο
να διαδοθεί.
ΙV
Έτσι μεγάλωνε το σπίτι και μας κατάπινε
από τα νεύρα του
μεγάλωνε κι έπινε
και γερνούσε
σαν μια νεκρή φέτα καρπούζι
κι έτσι κόνταιναν τα χέρια και μαζεύονταν
και τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών
ένα δίχτυ
φτιάξαν και εσωπλέκονταν
ιστός και όχι ιστία
θα βρουν τα σπλάχνα εκεί
θα βρουν
τα συκώτια μας
και των αγγέλων
το υπολειπόμενο φτέρωμα
το δόντι του ελέφαντα
το σπασμένο δόντι
και την προβοσκίδα
που κάποτε ήταν μόριο
μόριο που μεγάλωνε
με τη φοβέρα του θανάτου του
σημαία
κι εσύ θα ορίσεις
τα πέρατα
με αυτά τα μάτια
που είναι των γκρεμνών τα μάτια
που είναι των αητών
– σε βρήκα θα πεις
και δε σε εγκαταλείπω
αυγό μικρής φραγκόκοτας
που κατουράς ελάφια
μόνο τα νύχια να σου κόψω
να μην κόβεσαι, έτσι που σούρωσες
σαν τη γέρικη μπεκάτσα
έτσι που κρύφτηκες
το δέρμα που καμες γητειές
κι αυτοκτονείς
– πώς θα γλιτώσεις μωρομάνα;
– θα σ’ έκλεβα,
μα προτιμώ να χαίρομαι που πέφτεις!
V
Ιδρωμένη που σε ζω
είναι χάλασμα
των αδέσποτων οι συνειρμοί
με τα μάτια τους
ξαναζεί το ταξίδι
μέσα στην καρδιά του κτήνους
η πείνα μας
τριποδίζει για χρόνια
μα στο τέλος θεριεύει
έτσι κι εσύ
γεμίζεις
ένα βάζο υδράνθεμα των λιμνών
που γεννήθηκαν στην κεντρική Ευρώπη
ως μέλανα δάση
απλώνονται στο χρόνο σαν χερουβείμ
προδωμένα απ’ τους Ευαγγελιστές
προδωμένα
από τους ευαγγελλίζοντες
κι η ζωή συχνά είναι μια στάχτη
αδιευκρίνιστης προέλευσης
ή γίνεται ένας τελικός προορισμός
μα άσε το μαύρο που φοράς
για τα ταξίδια μας
άστο για κάποιους ανθρώπους
που πέταξαν
άστο για τα κοράκια
Χριστούγεννα που κοντεύουν
τα σπίτια τάφοι
γυρεύουν να μας καταπιούν
παράξενο
σκέφτεσαι
δεν συναντώνται οι άνθρωποι πια
με τον άγγελό τους
κερδίζει το κρύο
κατά κράτος
εγώ συνεχίζω κι ονειρεύομαι
θα σου φέρω φωτιά
(ή θα ανάψω δικιά μου)
θα σου φέρω παιδιά
με το αδύναμο σπέρμα μου
θα σου φέρω Ανοίξεις
αιχμηρές
όπως των νεοσσών χελιδονιών
το ράμφος
έξω σβουρίζει ο χιονιάς
κι οι οδοκαθαριστές
βουρτσίζουν το δρόμο
Κυριακή
ημέρα Κυρίου
VI
Ξέπνοε χειμώνα
που όταν με θυμάσαι με πουλάς για τα ψώνια σου
τα γδαρμένα τους πρόσωπα
μην μου επιδεικνύεις·
τα ‘χω ζήσει τα χιόνια σου
των άστρων περίγελο
τον ξέρω τον χρόνο σου
πώς φουσκώνει
στους πνεύμονες
λες και δεν αγαπήθηκε
από φαντάσματα
ποτέ
κιοτής και ολίγιστος
θα κλάψει τον θάνατο
πριν κλάψει
για τον ίδιο τον θάνατο·
κι ούτε το τέλος του δεν θα καταφέρει να ζήσει
σκλάβος
στα φράγκα
και στους αιμοδότες του·
μα ίσως μια μέρα που κανένας μας
δεν θα κοιτά
έτσι να σβήσει·
κι εκείνη η ύστατη
η σεμνή του
ανυπαρξία
να καταφέρει να γίνει
μια φλόγα αχνή
VII
Ένας παλιός συμμαθητής
που είχε υποφέρει με το σώμα του
το ανταλλάσσει αγέρωχος
με ένα ζευγάρι ομοζυγωτικούς
φοίνικες·
έπειτα τα βράδια νομίζει πως είναι μπανανιά
και γεννάει μπανάνες
(όπως οι φιλάρεσκες γυναίκες
δοκιμάζουν στους καθρέφτες
ένα χαμόγελο·
σα να δοκιμάζουν τη θερμοκρασία
στο νερό του μπάνιου)
παρόλα αυτά
νιώθει τόσο ευεργετημένος
απ’ την αιμομικτική συνύπαρξη
που τα Χριστούγεννα
βγάζει ένα πιατάκι με ποιήματα
έξω από την πόρτα του
(για τους μοναχικούς
ανθρώπους)
VII
Χρόνια μετά από το σκοτεινό ενύπνιο της ασφυξίας
ήρθε και μ’ έπνιγε με το μαύρο σεντόνι της
στη βεράντα καθώς κάπνιζα
ένα μονάκριβο τσιγάρο,
πρώην καπνιστής.
το όνομα της
επί των Άστρων λαμπρύνεται
λυγμοί και κρότοι
της ημέρας που σκόνταφτε
κι όλες οι βροχές,
με τις αλαργινές βροντές τους
συνέβαιναν πέρα·
τα ρούχα πάντα νωπά
ξεχειμώνιαζαν
στην ίδια ντουλάπα ορφανεμένα
απ’ τον χαμό
έπειτα επέστρεφαν
έχοντας εγκαταλείψει
την πρότερη χρήση:
τα μαντήλια γίνονταν εσθήτες
και τα παντελόνια
πάπλωματα
οι γραβάτες αγχόνες·
οι γραβάτες ήταν πάντα αγχόνες.
Εδώ σου εκμυστηρεύομαι·
όπως θα πέφτει μια νύχτα του Δεκέμβρη του ’85
τα μυδράλια θα σιγούν
στην Αλεξάνδρας
-εκείνον τον άλλο τον Δεκέμβρη θυμίζοντας-
καθώς και
τα φαντάσματα των ασθενών
θα σκουντούν τους χωροθέτες
του παρακείμενου νοσοκομείου
για ελεύθερη διέλευση
εκεί
πάνω στη σέλα της ΕμΖετ
θα ταξιδεύω
ένας
ιππότης της νεότητας των σκύλων
και τα μαλλιά μου θα είναι ένα περιβάλλον ωραιότητας
είκοσι χρονών
το απέραντο καλοκαίρι σημαδεύοντας.
~
πηγή η ιστοσελίδα του ποιητή
Κι ήρθε μια ξένη
γραία
όσο κοιμόμουν
και το κορμί της ήταν ένα χράμι
τραχύ
βαρύ
κι απέραντο
με πλάκωσε·
– μα μην το ρίχνεις έτσι δίχως σεντόνια, μου λέει
θα γδαρθείς
ή
– ντύσου λίγο με το νερό του ποταμού
κι έλα να γλιστρήσεις
σε χωράω μέσα μου
βρε ταύρε μινωικέ
σε χωράω μινώταυρε·
ξυπνάω,
κι είμαι μες στα αίματα
κι όσους περίμενα να δω
κατάλαβα·
ήσαν πεθαμένοι.
ΙΙ
Κι είδα τη μάνα μου
– ποιοι είναι όλοι αυτοί,
μου λέει,
και που ήταν όσο ζούσα;
γιατί σ’ αγκαλιάζουν
κι εγώ δεν μπορώ;
μπορείς,
λέω,
θα ρχομαι εγώ,
κάθε ξημέρωμα·
-δε σε θέλω εδώ,
μου λέει,
δεν ανάβουν τα σώματα
κι έχουμε ξεπαγιάσει·
ΙΙΙ
Ήρθε μια σιωπή
και κρατούσε
τα σύννεφα
και κρατούσε
τους ανθρώπους που γεννούσε
το σπίτι
στον ελεύθερο χρόνο του·
εκείνοι ντύνονταν
το χρόνο
που δεν ήταν ελεύθερος
και κολυμπούσαν
προς το ξακουστό φαΐ
που φτιαχνόταν δίχως
κορίτσια
άλλοτε το κοιτούσαν να βράζει
άλλοτε εκεί, οι ίδιοι
έβραζαν·
μόνο όταν φούσκωνε,
στεκόταν στο πλάι
κι έκλαιγε μοναχό του·
έτσι έχανε το αλάτι του·
αυτός προσέθετε αλάτι
με ένα μαχαίρι
ή έσπαγε τα βότσαλα
να δει
αν είναι αυγά
ή δοκίμαζε με τα δόντια τους γλάρους
που εξέρχονταν από τις σπηλιές δίχως εξάρτυση
μόνο με σπασμένα νύχια
και τις χάρτινες λεηλατημένες καρδιές
από τις καρτ ποστάλ
της Αμβέρσας
τίποτα δεν ακούω·
θα μπορούσα να πεθάνω εδώ μέσα
και να αφήσω το νέο
να διαδοθεί.
ΙV
Έτσι μεγάλωνε το σπίτι και μας κατάπινε
από τα νεύρα του
μεγάλωνε κι έπινε
και γερνούσε
σαν μια νεκρή φέτα καρπούζι
κι έτσι κόνταιναν τα χέρια και μαζεύονταν
και τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών
ένα δίχτυ
φτιάξαν και εσωπλέκονταν
ιστός και όχι ιστία
θα βρουν τα σπλάχνα εκεί
θα βρουν
τα συκώτια μας
και των αγγέλων
το υπολειπόμενο φτέρωμα
το δόντι του ελέφαντα
το σπασμένο δόντι
και την προβοσκίδα
που κάποτε ήταν μόριο
μόριο που μεγάλωνε
με τη φοβέρα του θανάτου του
σημαία
κι εσύ θα ορίσεις
τα πέρατα
με αυτά τα μάτια
που είναι των γκρεμνών τα μάτια
που είναι των αητών
– σε βρήκα θα πεις
και δε σε εγκαταλείπω
αυγό μικρής φραγκόκοτας
που κατουράς ελάφια
μόνο τα νύχια να σου κόψω
να μην κόβεσαι, έτσι που σούρωσες
σαν τη γέρικη μπεκάτσα
έτσι που κρύφτηκες
το δέρμα που καμες γητειές
κι αυτοκτονείς
– πώς θα γλιτώσεις μωρομάνα;
– θα σ’ έκλεβα,
μα προτιμώ να χαίρομαι που πέφτεις!
V
Ιδρωμένη που σε ζω
είναι χάλασμα
των αδέσποτων οι συνειρμοί
με τα μάτια τους
ξαναζεί το ταξίδι
μέσα στην καρδιά του κτήνους
η πείνα μας
τριποδίζει για χρόνια
μα στο τέλος θεριεύει
έτσι κι εσύ
γεμίζεις
ένα βάζο υδράνθεμα των λιμνών
που γεννήθηκαν στην κεντρική Ευρώπη
ως μέλανα δάση
απλώνονται στο χρόνο σαν χερουβείμ
προδωμένα απ’ τους Ευαγγελιστές
προδωμένα
από τους ευαγγελλίζοντες
κι η ζωή συχνά είναι μια στάχτη
αδιευκρίνιστης προέλευσης
ή γίνεται ένας τελικός προορισμός
μα άσε το μαύρο που φοράς
για τα ταξίδια μας
άστο για κάποιους ανθρώπους
που πέταξαν
άστο για τα κοράκια
Χριστούγεννα που κοντεύουν
τα σπίτια τάφοι
γυρεύουν να μας καταπιούν
παράξενο
σκέφτεσαι
δεν συναντώνται οι άνθρωποι πια
με τον άγγελό τους
κερδίζει το κρύο
κατά κράτος
εγώ συνεχίζω κι ονειρεύομαι
θα σου φέρω φωτιά
(ή θα ανάψω δικιά μου)
θα σου φέρω παιδιά
με το αδύναμο σπέρμα μου
θα σου φέρω Ανοίξεις
αιχμηρές
όπως των νεοσσών χελιδονιών
το ράμφος
έξω σβουρίζει ο χιονιάς
κι οι οδοκαθαριστές
βουρτσίζουν το δρόμο
Κυριακή
ημέρα Κυρίου
VI
Ξέπνοε χειμώνα
που όταν με θυμάσαι με πουλάς για τα ψώνια σου
τα γδαρμένα τους πρόσωπα
μην μου επιδεικνύεις·
τα ‘χω ζήσει τα χιόνια σου
των άστρων περίγελο
τον ξέρω τον χρόνο σου
πώς φουσκώνει
στους πνεύμονες
λες και δεν αγαπήθηκε
από φαντάσματα
ποτέ
κιοτής και ολίγιστος
θα κλάψει τον θάνατο
πριν κλάψει
για τον ίδιο τον θάνατο·
κι ούτε το τέλος του δεν θα καταφέρει να ζήσει
σκλάβος
στα φράγκα
και στους αιμοδότες του·
μα ίσως μια μέρα που κανένας μας
δεν θα κοιτά
έτσι να σβήσει·
κι εκείνη η ύστατη
η σεμνή του
ανυπαρξία
να καταφέρει να γίνει
μια φλόγα αχνή
VII
Ένας παλιός συμμαθητής
που είχε υποφέρει με το σώμα του
το ανταλλάσσει αγέρωχος
με ένα ζευγάρι ομοζυγωτικούς
φοίνικες·
έπειτα τα βράδια νομίζει πως είναι μπανανιά
και γεννάει μπανάνες
(όπως οι φιλάρεσκες γυναίκες
δοκιμάζουν στους καθρέφτες
ένα χαμόγελο·
σα να δοκιμάζουν τη θερμοκρασία
στο νερό του μπάνιου)
παρόλα αυτά
νιώθει τόσο ευεργετημένος
απ’ την αιμομικτική συνύπαρξη
που τα Χριστούγεννα
βγάζει ένα πιατάκι με ποιήματα
έξω από την πόρτα του
(για τους μοναχικούς
ανθρώπους)
VII
Χρόνια μετά από το σκοτεινό ενύπνιο της ασφυξίας
ήρθε και μ’ έπνιγε με το μαύρο σεντόνι της
στη βεράντα καθώς κάπνιζα
ένα μονάκριβο τσιγάρο,
πρώην καπνιστής.
το όνομα της
επί των Άστρων λαμπρύνεται
λυγμοί και κρότοι
της ημέρας που σκόνταφτε
κι όλες οι βροχές,
με τις αλαργινές βροντές τους
συνέβαιναν πέρα·
τα ρούχα πάντα νωπά
ξεχειμώνιαζαν
στην ίδια ντουλάπα ορφανεμένα
απ’ τον χαμό
έπειτα επέστρεφαν
έχοντας εγκαταλείψει
την πρότερη χρήση:
τα μαντήλια γίνονταν εσθήτες
και τα παντελόνια
πάπλωματα
οι γραβάτες αγχόνες·
οι γραβάτες ήταν πάντα αγχόνες.
Εδώ σου εκμυστηρεύομαι·
όπως θα πέφτει μια νύχτα του Δεκέμβρη του ’85
τα μυδράλια θα σιγούν
στην Αλεξάνδρας
-εκείνον τον άλλο τον Δεκέμβρη θυμίζοντας-
καθώς και
τα φαντάσματα των ασθενών
θα σκουντούν τους χωροθέτες
του παρακείμενου νοσοκομείου
για ελεύθερη διέλευση
εκεί
πάνω στη σέλα της ΕμΖετ
θα ταξιδεύω
ένας
ιππότης της νεότητας των σκύλων
και τα μαλλιά μου θα είναι ένα περιβάλλον ωραιότητας
είκοσι χρονών
το απέραντο καλοκαίρι σημαδεύοντας.
~
πηγή η ιστοσελίδα του ποιητή
Ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 1965. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης στο ΕΚΠΑ. Ποιήματά του και πεζά έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα [Πολιτιστική (1984, 1985), Ρεύματα (1992), Οροπέδιο (2018)] καθώς και σε διαδικτυακά περιοδικά (bibliotheque, Ποιείν, Bακχικόν, Στάχτες, Περί Ου,) στον τόμο "Η τέχνη του Γράφειν" (Καστανιώτης - 1993), στους συλλογικούς τόμους της διαδικτυακής ομάδας CRAFT ("CRAFTBOOK I" (Γαβριηλίδης - 2013), "CRAFTBOOK II - Ετερότητα" (μικρές εκδόσεις - 2015), στις ανθολογίες "DiPgeneration" (Θράκα - 2016, Μανδραγόρας - 2018). Κείμενά του στοιχειοθέτησαν την παράσταση των Αισχυλείων 2017, Επιτάφιος εν Ελευσίνι, σε σκηνοθεσία Χρήστου Δήμα με τη συμμετοχή της Λαϊκής Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης. Στη συνέχεια εκδόθηκαν υπό την αιγίδα του Π.Α.Κ.Π.Π.Α. Ελευσίνας, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της πρωτοβουλίας Ελευσίνα 2021 - Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, μαζί με την ομώνυμη ποιητική συλλογή (μικρές εκδόσεις - 2018) και το DVD της παράστασης. Υπήρξε -για μεγάλο χρονικό διάστημα- συγγραφέας βιβλίων Φυσικής στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και Έναστρον. Εργάζεται ως καθηγητής Φυσικής σε φροντιστήρια. Τίτλοι βιβλίων: Επιτάφιος εν Ελευσίνι (μικρές εκδόσεις, 2018, β’ έκδ. Έναστρον, 2020). Οι πόλεις το χειμώνα, μικροκείμενα και διηγήματα, Έναστρον (2018). Ενύπνια τα μεθεόρτια, Έναστρον (2020)
Η ιστοσελίδα του ποιητή loukopk.wordpress.com Έλευσις, ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας
Η ιστοσελίδα του ποιητή loukopk.wordpress.com Έλευσις, ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας