1.
Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
2.
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Έχει ψύχρα απόψε".Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
2.
Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα
μ' εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου.
3.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.
4.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο
κι απ' την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
που ονειρευότανε για σένα.
~
Ο Τάσος Λειβαδίτης (Αθήνα, 1922, - Αθήνα, 1988) ήταν γιος του Λύσανδρου
Λειβαδίτη και της Βασιλικής Κοντοπούλου. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η
ποίηση. Τις σπουδές του διέκοψαν η γερμανική κατοχή και η συνακόλουθη
ένταξή του στην Αντίσταση και στράτευσή του στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διάρκεια
της κατοχής πέθανε ο κατεστραμμένος οικονομικά πατέρας του και το 1951,
ενώ ο ποιητής ήταν εξορισμένος στη Μακρόνησο, η μητέρα του. Είχε τέσσερα
μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Στα 1943, εν μέσω
της Κατοχής, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων
Λογοτεχνών. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της
αριστεράς. Τον αποκάλεσαν «Ποιητή του Έρωτα και της Επανάστασης». Το
1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα, παιδική του φίλη και πολύτιμη σύντροφο
σε ολόκληρη τη ζωή του. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και την πρώτη
του εμφάνιση στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του ποιήματός του Το
τραγούδι του Χατζηδημήτρη στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το 1947
συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού Θεμέλιο. Την τετραετία 1948-1952
εξορίστηκε στο Μούδρο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο μαζί με άλλους
αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης
Αλεξάνδρου, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι και συνέχισε να γράφει
ποιήματα. Το 1952 σημειώθηκαν οι εκδόσεις των έργων του Μάχη στην άκρη
της νύχτας και Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας. Τρία χρόνια αργότερα
οδηγήθηκε σε δίκη στο Πενταμελές Εφετείο με αφορμή την ποιητική συλλογή
του Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου και αθωώθηκε πανηγυρικά. Σταθμό
στην ποιητική του διαδρομή και σχηματικό ορόσημο της πορείας του προς τη
δεύτερη, εσωτερικότερη και υπαρξιακής αγωνίας, φάση της δημιουργίας του
αποτέλεσε κατά τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας το βιβλίο του Οι
γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958). Το 1986 εξέδωσε τη συλλογή του
Βιολέτες για μια εποχή που θεωρήθηκε ως το κύκνειο άσμα του. Μετά το
θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο
Χειρόγραφα του Φθινοπώρου. Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο
Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του Φυσάει
στα σταυροδρόμια του κόσμου), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου
Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του Συμφωνία αρ.Ι), το Β΄ Κρατικό Βραβείο
Ποίησης (1976 για τη συλλογή Βιολί για μονόχειρα), το Α΄ Κρατικό Βραβείο
Ποίησης (1979 για το Εγχειρίδιο ευθανασίας). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της
Εταιρείας Συγγραφέων. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη, το
Μάνο Λοΐζο, το Γιώργο Τσαγγάρη και άλλους έλληνες συνθέτες. Η ποίηση
του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχείται από την σπαρακτική υπαρξιακή του
αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας
στα πλαίσια του αισιόδοξου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και στη δεύτερη φάση
του έργου του ως εσωτερική αναδίπλωση και αναζήτηση του νοήματος της
ζωής στο παρελθόν μετά από τη διάψευση των προσδοκιών και την προδοσία
του καλλιτέχνη ως αγωνιστή για έναν καλύτερο κόσμο. [βιογραφία]