Αν είναι αλήθεια πως τη νύχτα
την ώρα που οι ζωντανοί ησυχάζουν
κι από τον ουρανό του φεγγαριού
οι αχτίδες στις ταφόπλακες
γλιστρούν και τους νεκρούς ξυπνούν
Αν είναι αλήθεια πως την ώρα
εκείνη τα ήσυχα μνήματα αδειάζουν.
Εγώ, τη σκιά της Λεϊλά καλώ.
Αγαπημένη, έλα σε μένα. Εδώ, εδώ
την ώρα που οι ζωντανοί ησυχάζουν
κι από τον ουρανό του φεγγαριού
οι αχτίδες στις ταφόπλακες
γλιστρούν και τους νεκρούς ξυπνούν
Αν είναι αλήθεια πως την ώρα
εκείνη τα ήσυχα μνήματα αδειάζουν.
Εγώ, τη σκιά της Λεϊλά καλώ.
Αγαπημένη, έλα σε μένα. Εδώ, εδώ
Φανερώσου λατρεμένη σκιά
όπως ήσουν πριν το χωρισμό
χλωμή σαν μέρα του χειμώνα.
Παγωμένη. Απ’ το στενό μαρτύριο
ρημαγμένη.
Έλα σαν μακρινό αστέρι,
σαν ήχος απαλός ή σαν πνοή
σαν όραμα τρομαχτικό. Αδιαφορώ.
Αρκεί να ’ρθεις, εδώ, εδώ.
Σε καλώ όχι για να μεμφθώ
εκείνους που η κακία τους
σκότωσε τη χαρά μου ή για να
μάθω του τάφου τα μυστικά
ούτε γιατί, καμιά φορά, για τη ζωή
εκεί με βασανίζει αμφιβολία.
Αλλά γιατί ποθώ άρρωστος
από νοσταλγία να πω ότι
και τώρα σ’ αγαπώ.
Δικός σου είμαι. Εδώ, εδώ.