Οι άλλοι παίρνουν μακριά τις αγαπημένες τους –
Και εγώ με φθόνο στο κατόπι τους δεν κοιτάζω.
Μόνη στο εδώλιο των κατηγορουμένων
Σύντομα μισό αιώνα κλείνω καθισμένη.
Γύρω μου καυγάδες και συνωστισμός
Και η γλυκιά της μελάνης μυρωδιά.
Αυτό σκεφτόταν ο Κάφκα
Και απεικόνιζε ο Τσάρλυ.
Κι εκεί στις σοβαρές συνεδριάσεις,
Όπως στην γερή του ύπνου αγκαλιά,
Και οι τρεις γενιές ενόρκων
Αποφάσισαν: ένοχη.
Αλλάζουν τα πρόσωπα των φρουρών,
Με έμφραγμα ο έκτος εισαγγελέας . . .
Κάπου από τον καύσωνα μαυρίζει
Η τεράστια ουράνια ανοιχτωσιά
Και το θαυμάσιο καλοκαίρι
Περιδιαβαίνει την αντίπερα όχθη. . .
Εγώ αυτό το μακάριο «κάπου»
Δεν μπορώ να το φανταστώ.
Ξεκουφαίνομαι από τις στεντόρειες κατάρες,
Η μάλλινη ζακέτα τρίφτηκε τελείως.
Αν είναι δυνατόν να ήμουν η πιο ένοχη απ’ όλους
Πάνω στον πλανήτη αυτό;
1960
Κομάροβο
Και εγώ με φθόνο στο κατόπι τους δεν κοιτάζω.
Μόνη στο εδώλιο των κατηγορουμένων
Σύντομα μισό αιώνα κλείνω καθισμένη.
Γύρω μου καυγάδες και συνωστισμός
Και η γλυκιά της μελάνης μυρωδιά.
Αυτό σκεφτόταν ο Κάφκα
Και απεικόνιζε ο Τσάρλυ.
Κι εκεί στις σοβαρές συνεδριάσεις,
Όπως στην γερή του ύπνου αγκαλιά,
Και οι τρεις γενιές ενόρκων
Αποφάσισαν: ένοχη.
Αλλάζουν τα πρόσωπα των φρουρών,
Με έμφραγμα ο έκτος εισαγγελέας . . .
Κάπου από τον καύσωνα μαυρίζει
Η τεράστια ουράνια ανοιχτωσιά
Και το θαυμάσιο καλοκαίρι
Περιδιαβαίνει την αντίπερα όχθη. . .
Εγώ αυτό το μακάριο «κάπου»
Δεν μπορώ να το φανταστώ.
Ξεκουφαίνομαι από τις στεντόρειες κατάρες,
Η μάλλινη ζακέτα τρίφτηκε τελείως.
Αν είναι δυνατόν να ήμουν η πιο ένοχη απ’ όλους
Πάνω στον πλανήτη αυτό;
1960
Κομάροβο