Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ τὴ ζωή σου
ἦρθα σὰν ἥλιος νὰ φωτίσω:
τὸ φῶς στὰ μάτια μου
ποὺ λάμπει δικό σου
-καὶ σ᾿τὸ στέλνω πίσω!
Τοῦ μαγικοῦ τοῦ κόσμου
ἂν ἔχω ἀνοίξει διάπλατη τὴ θήρα,
τὸ μυστικὸ χρυσὸ κλειδί της
ἀπὸ τὸ χέρι σου τὸ πῆρα.
ἦρθα σὰν ἥλιος νὰ φωτίσω:
τὸ φῶς στὰ μάτια μου
ποὺ λάμπει δικό σου
-καὶ σ᾿τὸ στέλνω πίσω!
Τοῦ μαγικοῦ τοῦ κόσμου
ἂν ἔχω ἀνοίξει διάπλατη τὴ θήρα,
τὸ μυστικὸ χρυσὸ κλειδί της
ἀπὸ τὸ χέρι σου τὸ πῆρα.
Κι ἂν ἀπ᾿ τὰ βάθη ἑνὸς ληθάργου
βγῆκα, σ᾿ ἐσένα τὸ χρωστάω,
σ᾿ ἐσένα τοὺς χυμοὺς ποὺ νοιώθω,
τὴ νέα γλῶσσα ποὺ μιλάω!
Ο Κώστας Ουράνης (Κωνσταντινούπολη, 1890 - Αθήνα, 1953), πραγματικό
όνομα Κλέαρχος Νιάρχος ή Νεάρχου, όπως το άλλαξε ο ίδιος, ήταν Έλληνας
ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής, δοκιμιογράφος
και δημοσιογράφος. Στο έργο του φαίνεται να επηρεάζεται από τον Γάλλο
ποιητή Σαρλ Μπωντλαίρ.
Κυριαρχούν οι συμβολισμός, ο νεορομαντισμός και ο κοσμοπολιτισμός ενώ
από τα ποιήματά του είναι διαποτισμένα με έντονη και διάχυτη μελαγχολία,
νοσταλγία, πλήξη, διάθεση φυγής, αίσθημα αθυμίας και πίκρας καθώς και
μια αίσθηση ανεκπλήρωτου. Τα έργα του Ουράνη τον εντάσσουν στο κλίμα της
γενιάς του μεσοπολέμου. [Βιογραφία]