Παίρναν όλοι το τσάι τους παρέα
και περί Έρωτος λέγαν πολλά,
δεσποσύνες με αμφίεση ωραία,
'Ενας Έρως υπάρχει : ο αγνός,
ο βαρώνος με ύφος δηλώνει.
Και ( με στόνο κρυφό... ) η βαρώνη
του πετάει σκωπτικά : Ασφαλώς !
Α, η Πείρα, λέει ο δούξ, συμβουλεύει
η συνεύρεσις να 'ναι πραεία,
διότι βλάπτει ειδαλλιώς την υγεία !
Κι η μαμζέλ –που απορεί– : Μα αληθεύει ;
Αχ, μια φλόγα μονάχα είναι ο Έρως !
τότε η πρέσβειρα κάνει αιφνιδίως.
Εκτός βέβαια κι είσαι πια γέρος,
παραδίπλα καγχάζει ο συμβίος.
Στο τραπέζι είχε ακόμη μια θέση,
μα, γλυκιά μου, δεν ήσουν εκεί.
Με τί πάθος, τί πόθο, τί ζέση
θα μιλούσες, καρδιά μου, κι εσύ.